Τα παιδιά που εμφανίζουν συμπτώματα αϋπνίας είναι πολύ πιθανό ότι θα συνεχίσουν να έχουν δυσκολίες ή διαταραχές ύπνου και ως ενήλικες, σύμφωνα με μία νέα αμερικανική επιστημονική μελέτη, την πρώτη που παρακολουθεί σε μεγάλο βάθος χρόνου την πορεία της παιδικής και εφηβικής αϋπνίας.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον αναπληρωτή καθηγητή Ψυχιατρικής Χούλιο Φερνάντεθ-Μεντόθα του Κολλεγίου Ιατρικής του Πολιτειακού Πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «Pediatrics» της Αμερικανικής Ακαδημίας Παιδιατρικής, ανέλυσαν στοιχεία για 502 παιδιά 5 έως 12 ετών, τα οποία παρακολουθήθηκαν έως τα 24 έτη τους, κατά μέσο όρο. Στη μελέτη συμμετείχε και ο ελληνικής καταγωγής καθηγητής Ψυχιατρικής του ίδιου Πανεπιστημίου Αλέξανδρος Βγόντζας.
Ψυχική υγεία και καρδιαγγειακά προβλήματα
Διαπιστώθηκε ότι το 43% των παιδιών με αϋπνία συνέχισαν να υποφέρουν από αυτήν τόσο στην εφηβεία όσο και μετά την ενηλικίωσή τους. Το 27% των παιδιών με αϋπνία εμφάνισαν μία ύφεση των συμπτωμάτων διαταραχής του ύπνου στην εφηβεία, ενώ το 19% είχαν περιόδους εναλλασσόμενης βελτίωσης και επιδείνωσης.
Από τα παιδιά χωρίς αϋπνία, το 15% εμφάνισαν τέτοια συμπτώματα κατά την εφηβεία και μετά την ενηλικίωση, το 21% εμφάνισαν για πρώτη φορά αϋπνία ως νέοι ενήλικες, ενώ το 16% είχαν περιόδους εναλλασσόμενης βελτίωσης και επιδείνωσης.
«Οι διαταραχές του ύπνου, ιδίως η υπνική άπνοια και η αϋπνία, συνδέονται με χειρότερη καρδιαγγειακή και ψυχική υγεία. Δεδομένου ότι έως το 25% των παιδιών, το 35% των εφήβων και το 45% των νέων ενηλίκων υποφέρουν από συμπτώματα αϋπνίας, εστιάσαμε στο πώς αυτά τα συμπτώματα εξελίσσονται με το πέρασμα του χρόνου, καθώς το παιδί μεγαλώνει και ενηλικιώνεται», δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής.
Τα συμπτώματα της αυπνίας
Ως συμπτώματα αϋπνίας θεωρούνται τόσο η δυσκολία να αποκοιμηθεί κανείς όσο και να μείνει κοιμισμένος για αρκετές ώρες. Όπως είπε ο Φερνάντεθ-Μεντόθα, «η μελέτη βρήκε ότι τα συμπτώματα αϋπνίας στους εφήβους είναι 5,5 φορές πιθανότερο να επιδεινωθούν σε κανονική αϋπνία στους ενήλικες. Το εύρημα-κλειδί είναι ότι τα συμπτώματα αϋπνίας στην παιδική ηλικία είναι πολύ πιο πιθανό να επιμείνουν με το πέρασμα του χρόνου, από ό,τι πιστεύαμε προηγουμένως. Συνεπώς, οι γονείς και οι γιατροί δεν θα πρέπει να υποθέτουν ότι τα συμπτώματα αϋπνίας είναι αθώα παράπονα που θα φύγουν με την ηλικία. Δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο σε ένα σημαντικό ποσοστό νέων, όπως έδειξε η μελέτη μας».
Σύμφωνα με τους ερευνητές, πολλοί ενήλικες με αϋπνία πιθανώς είχαν παρόμοια προβλήματα ως παιδιά, αλλά μπορεί να το έχουν ξεχάσει. Μολονότι η αϋπνία σε μεγάλη ηλικία είναι δυνατό να πυροδοτηθεί από το στρες, για μερικούς το πρόβλημα μπορεί να ξεκίνησε στην παιδική ηλικία τους. Οι αιτίες, κατά τον δρα Φερνάντεθ-Μεντόθα, πιθανότατα ήταν «συμπεριφορικές» (π.χ. το παιδί ήθελε τον γονιό του στο δωμάτιο για να κοιμηθεί), ψυχικές ή άλλες διαταραχές (αυτισμός, διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας, διαταραχές διάθεσης κ.ά.) ή ιατρικές (πονοκέφαλοι, γαστρεντερικά προβλήματα κ.λπ.).
Η μελέτη δείχνει, επίσης, ότι τα κορίτσια μετά την εμφάνιση της περιόδου τους και τα παιδιά (και των δύο φύλων) από φτωχές οικογένειες έχουν πιο επίμονα συμπτώματα αϋπνίας. Οι ερευνητές τόνισαν την ανάγκη της έγκαιρης παρέμβασης, π.χ. με γνωστική-συμπεριφορική θεραπεία.