Όταν ένα παιδί κλαίει συχνά του λέμε να χρησιμοποιήσει λέξεις για να μας περιγράψει πως νιώθει. Όμως στην πραγματικότητα και τα δάκρυα είναι λέξεις, που μερικές φορές εμείς οι γονείς δεν καταλαβαίνουμε.
Αυτή είναι μια τόσο βαθιά διαπίστωση.
Λέμε στα παιδιά να χρησιμοποιούν τα λόγια τους αντί να εκφράζουν άμεσα το πώς αισθάνονται με συναισθήματα και συμπεριφορές.
Διαβάστε επίσης: Γιατί κάποια παιδιά είναι ντροπαλά;
Αλλά αυτό είναι συχνά αδύνατο για τα παιδιά. Τα συναισθήματά τους μπορεί να είναι πολύ «μεγάλα» για να τα εκφράσουν στη λεκτική γλώσσα.
Η γλώσσα του συναισθήματος
Είναι ένα μεγάλο ορόσημο στην ανάπτυξη για ένα παιδί να πει «είμαι θυμωμένος», αντί να ρίξει μια γροθιά. Είναι ένα ορόσημο που πολλοί ενήλικες δεν έχουν ακόμα επιτύχει. Παρ‘ όλα αυτά, η απαίτηση για χρήση λεκτικής γλώσσας οδηγεί σε απογοήτευση και από τις δύο πλευρές.
Οι γονείς απογοητεύονται επειδή τα συναισθήματα του παιδιού είναι τόσο «ωμά» και ανεξέλεγκτα. Τα παιδιά απογοητεύονται επειδή –από τη δική τους σκοπιά– επικοινωνούν απόλυτα καθαρά, αλλά δεν γίνονται κατανοητά.
Ο καλύτερος τρόπος για να ανακουφιστούμε από αυτή την απογοήτευση και να εξομαλύνουμε την επικοινωνία είναι να μάθουμε τη γλώσσα των συναισθημάτων των παιδιών. Όχι να απαιτούμε να χρησιμοποιούν τη δική μας λεκτική γλώσσα.
Οι περισσότεροι γονείς το έχουν ήδη εξασκήσει αυτό, κατά τη διάρκεια της βρεφικής ηλικίας του παιδιού τους, προτού η λεκτική έκφραση γίνει αναμενόμενη. Οι γονείς έμαθαν αποκρυπτογραφώντας τη διαφορά ανάμεσα σε ένα κλάμα πείνας ή κλάμα πάνας.
Θυμάστε τι ανακούφιση ήταν –και για τους δυο σας– όταν γίνατε άπταιστοι σε αυτή τη γλώσσα; Η αλλαγή προήλθε από εσάς που μάθατε τη γλώσσα του μωρού, όχι το αντίστροφο. Αφού τα παιδιά μπορούν να χρησιμοποιήσουν τη λεκτική γλώσσα, αρχίζουμε να επιμένουμε ότι το κάνουν – όλη την ώρα. Αλλά αυτό δεν είναι ρεαλιστικό.
Δεν ταιριάζει με το πώς λειτουργούν τα συναισθήματα. Τα δάκρυα, τα ξεσπάσματα, το τρέμουλο, το γέλιο –όλες οι σωματικές εκφράσεις των συναισθημάτων– υπάρχουν για κάποιο λόγο. Για την ξεκάθαρη, γρήγορη και άμεση επικοινωνία κάποιου σημαντικού γεγονότος.
Αυτό το σωματικό σύστημα επικοινωνίας εμφανίζεται πριν από τη γλώσσα και λειτουργεί όταν η γλώσσα δεν είναι διαθέσιμη ή ανεπαρκής για το έργο.