Επεισόδιο 1
Aρούλη, πέθανε η γιαγιά.
Του είπα μία μέρα. Είχε μόλις τελειώσει το φαγητό του και είχαν περάσει δέκα περίπου ημέρες από τον θάνατο της μητέρας μου.
Η φίλη Σ. μου είπε ότι θα έπρεπε αργά ή γρήγορα να του το πω αφού, ακόμη και αν δεν έκλαιγα μπροστά του, σίγουρα θα αισθανόταν τη θλίψη μου. Άσε που με το να μην κλαις «του δείχνεις πως και εκείνος πρέπει να συγκρατεί τον πόνο του και να μην τον εκφράζει», συνέχισε. «Δεν είπαμε να χτυπιέσαι, αλλά και να αφήνεσαι λίγο, δεν πειράζει», ολοκλήρωσε η κολλητή της ζωής υπενθυμίζοντας πράγματα που έχουμε συζητήσει ξανά και ξανά στην ψυχοθεραπεία όλα αυτά τα χρόνια.
Ο Άρης ήταν τότε 4μιση.
Είχα αποφασίσει ότι θα του μιλήσω σταράτα και απλά, χωρίς φιοριτούρες και διάφορα του τύπου πήγε στον ουρανό και έγινε άγγελος και μπούρδες (κατ’ εμέ).
Άλλωστε ποτέ δεν μιλούσα στον Άρη έτσι, ούτε εγώ ούτε ο πατέρας του. Οι λέξεις πάντα κανονικές και ολόκληρες και οι απαντήσεις πάντα οι αληθινές (με τον τρόπο που θα τις κατανοούσε) και ποτέ «είσαι μικρός, δεν θα καταλάβεις».
Ακολούθησε ο παρακάτω διάλογος:
– Τώρα, δηλαδή, εσύ δεν έχεις μαμά;
– Όχι. Έχω όμως μπαμπά, σύντροφο (τον μπαμπά σου) και πολλούς φίλους. Και εσύ, έχεις εμένα.
Όχι εγώ έχω εσένα γιατί αυτό θεωρώ πως είναι μεγάλο βάρος.
– Και άμα πεθάνεις κι εσύ;
– Δεν θα πεθάνω αγάπη μου. Η γιαγιά πέθανε γιατί ήταν πολύ μεγάλη και πολύ άρρωστη.
Και μετά άλλαξε κουβέντα.
Επεισόδιο 2
Είμαστε με φίλο του και μαμά φίλου εκδρομή στη φάρμα Vasilikia Mountain Farm στην Παύλιανη. Η Α. με τον φίλο του τον Γιάννη έχουν φύγει από την ταβέρνα που είναι μέσα στο δάσος και πάνε στο δωμάτιο.
Έχω μείνει πίσω να πληρώσω. Ξαφνικά ακούω:
– Μαμά, μαμά, η γιαγιά!
– Ποια γιαγιά αγάπη μου; ρωτώ έντρομη. Η γιαγιά Μαρίνα; (η άλλη γιαγιά που ζει)
– Όχι. Η γιαγιά η Νίκη, μαμά. Κοίτα ένα μεγάλο πολύ λαμπερό αστέρι. Προφανώς ήρθε να μας δει.
– Λες; (λέω με ενδοιασμό και μάλλον χαμένη)
– Αχ μακάρι μαμά να είναι αυτή!
Μετά την πρώτη έκπληξη, αφού ποτέ δεν του έχω πει ότι οι άνθρωποι πάνε στον ουρανό όταν πεθαίνουν και γίνονται αστέρια, ένιωσα μια περίεργη χαρά που εκείνος το ζούσε με τέτοια αισιοδοξία.
Από την άλλη εντυπωσιάστηκα τρομερά γιατί όλον αυτόν τον χρόνο από τότε που το είπα μέχρι το συμβάν της εκδρομής, δεν είχε ποτέ αναφερθεί στη γιαγιά ούτε στον θάνατο. Ποτέ. Πίστευα πως δεν το σκεφτόταν και πολύ χαρούμενη ήμουν στον κόσμο μου. Δεν είχα, επίσης, συνδυάσει ποτέ την ξαφνική και νέα ανησυχία του όταν φεύγαμε για το θέατρο και έμενε με την κοπέλα. Έλεγα πως είναι ένα αναπτυξιακό ακόμη, μωρέ, και δεν θέλει να βγαίνουμε πολύ γιατί προτιμάει να είναι μαζί μας. Η σκέψη μου πήγε εκεί κάπως όταν μια φορά στις 12 με πήρε η γυναίκα να μου πει να γυρίσω γιατί έκλαιγε ασταμάτητα και ούρλιαζε – κάτι που δεν έκανε ποτέ.
Επεισόδιο 3
Τρεις μήνες μετά, πρόσφατα δηλαδή, ξυπνά με φωνές «μαμά, μαμά!». Πάω και «είδα εφιάλτη ότι πέθανες». Οπότε, ναι, πια συνειδητοποίησα πως ο θάνατος της γιαγιάς ήταν σίγουρα το νέο του άγχος.
Θα μου πεις «καλά, πόσο χαζή είσαι;». Δεν πιστεύω πως είμαι χαζή να σας πω την αλήθεια, απλώς σε μια καθημερινότητα με ένα διαρκώς σχεδόν χαρούμενο παιδί κάπως ξεχνιέσαι. Και επειδή αποφεύγω να διαβάζω συμβουλευτικά βιβλία μητρότητας (μου φτάνουν νομίζω 12 χρόνια ψυχοθεραπείας) μπορεί να έχασα κάπως τον χρόνο συνειδητοποίησης, όμως ένιωσα ξεκάθαρα τι συμβαίνει και πια νομίζω πως το διαχειρίζομαι προς τον σωστό δρόμο.
Πολύ απλά, την απώλεια το παιδί θα τη ζήσει και δεν μπορείς να κάνεις κάτι για να το προστατέψεις από αυτήν. Ούτε πρέπει. Και τη θλίψη και την οργή και την ανασφάλεια. Όλα τούτα, τα ανθρώπινα δηλαδή, που μας κατακλύουν θέλουμε δεν θέλουμε, ή θα τα υποδεχτούμε και θα τα διαχειριστούμε ή θα τα κλωτσήσουμε, θα τα κρύψουμε, θα τα κουκουλώσουμε και θα ζούμε μια ζωή γεμάτοι συμπλέγματα, γεμάτοι απωθημένα.
Κάθε παιδί θα ζήσει την απώλεια του δικού του και οφείλουμε να είμαστε δίπλα του σε αυτό, με απλό τρόπο, διακριτικά, χωρίς υστερίες και άγχος.
Πρέπει να αντέξουμε εμείς τον πόνο του και την αγωνία του, να την αγκαλιάσουμε και να του επιτρέψουμε να τη ζήσει κρατώντας του το χέρι, ακριβώς όπως θα θέλαμε να τη ζούμε και εμείς. Με τον πιο αγαπημένο μας άνθρωπο να μας κρατά το χέρι. Το μικρό παιδάκι έχει για κόσμο του και σταθερά του τους δύο γονείς. Τελεία και παύλα. Στο άκουσμα λοιπόν του θανάτου γιαγιάς ή παππού, αναπόφευκτα θα σκεφτεί τον εαυτό του και την πιθανότητα να χάσει το ίδιο τη δική του κολώνα. Το αφήνουμε να μας το εκφράσει, να αγχωθεί, του υπενθυμίζουμε διαρκώς ότι είμαστε δίπλα του. Και το αφήνουμε να μας δει να πονάμε κι εμείς. Για να μπορεί να κλάψει στη ζωή του σαν ένας ωραίος, γεμάτος, ακομπλεξάριστος άνδρας.