Η εξωσωματική γονιμοποίηση είναι η πιο συνηθισμένη μέθοδος ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. Εφαρμόστηκε για πρώτη φορά με επιτυχία στον άνθρωπο το 1978. Ο όρος «εξωσωματική γονιμοποίηση» σημαίνει την είσοδο ενός σπερματοζωαρίου μέσα σε ένα ωοκύτταρο με αποτέλεσμα τη γονιμοποίηση όχι μέσα στο σώμα της γυναίκας, δηλαδή στη σάλπιγγα, πράγμα που συμβαίνει κατά τη φυσιολογική σύλληψη, αλλά σε έναν δοκιμαστικό σωλήνα. Είναι ουσιαστικά η παράκαμψη μιας συγκεκριμένης λειτουργίας του οργανισμού όταν για διάφορους λόγους δεν μπορεί να γίνει στο σώμα. Τα ωάρια είναι της γυναίκας, τα σπερματοζωάρια του άνδρα και τα έμβρυα που προκύπτουν είναι δικά τους. Το ποσοστό γονιμοποίησης των ωοκυττάρων με τη διαδικασία της εξωσωματικής γονιμοποίησης κυμαίνεται στο 60-90%, ενώ το ποσοστό κύησης σε νέες γυναίκες ανέρχεται στο 25-30%.
Απαραίτητος έλεγχος πριν από την εξωσωματική
- Ορμονικός και μικροβιακός έλεγχος τους ζευγαριού καθώς και εξετάσεις αίματος γενικές και ειδικές.
- Υπερηχογραφικός έλεγχος των ωοθηκών και πιθανά του προστάτη και των όρχεων.
- Εξέταση του σπέρματος (περιλαμβάνεται και το τεστ ενεργοποίησης των σπερματοζωαρίων).
- Έλεγχος της ενδομητρικής κοιλότητας με υστεροσαλπιγγογραφία ή υστεροσκόπηση (αν και σπάνια, χρήσιμη είναι και η λαπαροσκόπηση).
Πότε επιλέγεται ως μέθοδος
Οι ενδείξεις που οδηγούν στην εξωσωματική γονιμοποίηση χωρίζονται σε απόλυτες και σχετικές.
Απόλυτες ενδείξεις είναι:
– Η πλήρης απόφραξη ή η έλλειψη των σαλπίγγων. Σε αυτή την περίπτωση δεν μπορεί να συναντηθεί το ωοκύτταρο με το σπερματοζωάριο.
– Η πρόωρη κλιμακτήριος, οπότε δεν παράγονται ωοκύτταρα (δανεικό ωοκύτταρο).
– Η βαριά ολιγοασθενοσπερμία ή αζωοσπερμία, οπότε δεν υπάρχουν σπερματοζωάρια είτε δεν μπορούν να τρυπήσουν το ωοκύτταρο.
– Η ανεξήγητη στειρότητα μετά από δύο χρόνια ελεύθερων επαφών.
– Η αποτυχία άλλων μεθόδων, όπως η ενδομητρική σπερματέγχυση με ταυτόχρονη πρόκληση ωοθυλακιορρηξίας.
– Οι κληρονομικές παθήσεις, οπότε απαιτείται να γίνει προεμφυτευτική διάγνωση.
Σχετικές ενδείξεις είναι:
– Η ενδομητρίωση, μετά από δυο χρόνια αναμονής, εφόσον έχουν χρησιμοποιηθεί όλες οι άλλες μέθοδοι.
– Το βαρύ σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών, εφόσον η σύλληψη δεν επιτευχθεί σε δυο-τρία χρόνια με άλλες μεθόδους.
– Τα κοινά προβλήματα και των δυο συντρόφων μετά την πάροδο των δύο χρόνων.
– Η ανδρική υπογονιμότητα.
– Η αποτυχία εγκυμοσύνης.
Πώς πραγματοποιείται
Τα ωάρια λαμβάνονται από τα ωοθυλάκια που αναπτύσσονται στις ωοθήκες της γυναίκας με τη διαδικασία της ωοληψίας. Λίγο πριν ή μετά την ωοληψία γίνεται και η συλλογή του σπέρματος. Γίνεται ειδική επεξεργασία λαμβάνοντας έναν μικρό όγκο σπέρματος που περιέχει ικανό αριθμό σπερματοζωαρίων με καλή κίνηση και φυσιολογική μορφολογία. Και αφού έχει γίνει και αυτή η ενέργεια στο εργαστήριο, τα ωάρια έρχονται σε επαφή με τα σπερματοζωάρια μέσα σε ειδικά δοχεία με καλλιεργητικό υλικό, προκειμένου να γίνει η γονιμοποίηση. Στη συνέχεια, τα ειδικά δοχεία με τα γονιμοποιημένα ωάρια τοποθετούνται σε επωαστικό κλίβανο για δύο έως έξι μέρες, σε ειδικές συνθήκες, ώστε τα έμβρυα να διανύσουν τα πρώτα στάδια της ανάπτυξής τους. Αντί τα έμβρυα να καταλήξουν στη μήτρα με φυσικό τρόπο, μεταφέρονται σε αυτήν από το γυναικολόγο με τη βοήθεια ενός λεπτού καθετήρα μέσα στον οποίο έχουν τοποθετηθεί από τον εμβρυολόγο. Η εμβρυομεταφορά είναι η κορυφαία στιγμή της εξωσωματικής και γίνεται χωρίς νάρκωση. Διενεργείται μέσα σε 48 ή 72 ώρες μετά την ωοληψία και την επιτυχή γονιμοποίηση και τα έμβρυα εμφυτεύονται από μόνα τους στο βλεννογόνο της μήτρας, το ενδομήτριο, όπως και στη φυσιολογική σύλληψη. Εάν υπάρξει εμφύτευση, τότε θα υπάρξει και εγκυμοσύνη.
Πόσα έμβρυα;
Ο αριθμός των μεταφερόμενων εμβρύων στις περισσότερες χώρες απαγορεύεται αυστηρά να είναι πάνω από τρία. Η εθνική νομοθεσία ορίζει πως ο αριθμός δεν μπορεί να υπερβαίνει τα τρία για γυναίκες κάτω των 40 ετών και τα τέσσερα για γυναίκες άνω των 40 ετών.
Μετά την εμβρυομεταφορά
Η γυναίκα θα παραμείνει στο σπίτι τρεις έως πέντε ημέρες για να αναπαυθεί και στη συνέχεια ξαναρχίζει μια ήπια καθημερινή δραστηριότητα χωρίς σωματική κόπωση, ψυχική ένταση και σεξουαλική επαφή. Η αποχή από την εργασία δεν είναι απαραίτητη, υπό την προϋπόθεση ότι δεν σας καταπονεί και δεν συντρέχουν ειδικοί λόγοι. Τα φάρμακα που έχουν χορηγηθεί συνεχίζονται μέχρι και την ημέρα που γίνεται το τεστ κυήσεως, δηλαδή δώδεκα έως δεκατέσσερις μέρες μετά την εμβρυομεταφορά.
Γιατί λαμβάνονται τόσα φάρμακα;
Η επιτυχία της εξωσωματικής αυξάνεται όταν μεταφέρονται στη μήτρα περισσότερα από ένα έμβρυα καλής ποιότητας. Τα έμβρυα που προκύπτουν δεν έχουν πάντοτε την επιθυμητή ποιότητα. Επομένως, για να επιτευχθεί αυτό, χρειάζεται να υπάρξουν αρκετά ωάρια που δημιουργούνται με τη χορήγηση φαρμάκων εφαρμόζοντας διάφορα φαρμακευτικά σχήματα που λέγονται και πρωτόκολλα. Κατά καιρούς έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις για την ασφαλή χορήγηση αυτών των φαρμάκων. Τα ήπια συμπτώματα είναι αντιμετωπίσιμα (όπως ναυτίες, πονοκέφαλοι κ.ά.) και πρακτικά ασήμαντα. Ο κίνδυνος δημιουργίας καρκίνου της μήτρας, των ωοθηκών, του μαστού είναι ακριβώς ίδιος με εκείνον του γενικού πληθυσμού, όπως αναφέρουν διεθνείς επιστημονικές μελέτες.
Πιθανότητες αποβολής
Είναι γνωστό πως το ποσοστό αυτόματων αποβολών σε εγκυμοσύνες από εξωσωματική γονιμοποίηση είναι σχεδόν το ίδιο ή και ελάχιστα μεγαλύτερο από αυτό που αφορά τις εγκυμοσύνες από φυσιολογική σύλληψη. Στην περίπτωση της εξωσωματικής, όταν γίνει το τεστ κυήσεως μετά από τις δώδεκα μέρες και είναι θετικό, οι πιθανότητες να αποβληθεί το έμβρυο είναι 15-18% περίπου και τότε μιλάμε για «βιοχημικές» κυήσεις και αποβολές. Τα αίτια μπορεί να οφείλονται σε οργανική βλάβη ή χρωμοσωματική ανωμαλία ή ακόμη και στην ηλικία της γυναίκας. Από το στάδιο της επιτυχούς έκβασης της εξωσωματικής έως και τη γέννηση, το ποσοστό αποβολής υπολογίζεται στο 1% περίπου.
Με τη συνεργασία του Γρηγόρη Κυρούση (χειρουργός, γυναικολόγος-μαιευτήρας).