Αντικείμενο της μελέτης, η οποία άρχισε το 1938, ήταν δύο ομάδες από λευκούς άνδρες. Στην πρώτη ομάδα ανήκαν 268 τελειόφοιτοι του Χάρβαρντ και στη δεύτερη 456 αγόρια από 12 έως 16 ετών, τα οποία μεγάλωσαν στο εσωτερικό της Βοστόνης. Κάθε δύο χρόνια, οι ερευνητές ρωτούσαν τους άνδρες για τη ζωή τους, σχετικά με ζητήματα που είχαν να κάνει με την κατάσταση του γάμου τους, με το πώς πάει η δουλειά τους και εάν τους αρέσει και με την κοινωνική τους ζωή. Παράλληλα, εξέταζαν την φυσική τους κατάσταση με διάφορα τεστ κάθε πέντε χρόνια. Αυτό στο οποίο κατέληξαν ήταν και το αναμενόμενο: Ότι οι καλές σχέσεις μας κρατάνε ευτυχισμένους και υγιείς. Ο επικεφαλής της έρευνας Ρόμπερτ Γουόλντινγκερ ανέλυσε τρεις τρόπους με τους οποίους μπορούμε να αποκτήσουμε την ευτυχία: 1. Οι στενές σχέσεις Οι άνδρες που είχαν καλές και στενές σχέσεις με την οικογένεια, τους φίλους και την κοινότητά τους, ήταν περισσότερο ευτυχισμένοι και υγιείς σε σχέση με τους υπόλοιπους στην ομάδα τους. Επίσης, έζησαν περισσότερο. 2. Η ποιότητα (και όχι η ποσότητα) των σχέσεων Το να είναι κάποιος σε σχέση ή παντρεμένος, δεν αρκεί για να τον κάνει ευτυχισμένο. Τα παντρεμένα ζευγάρια της έρευνας που έλεγαν ότι μάλωναν συνέχεια ή δεν ένιωθαν τρυφερότητα μεταξύ τους ήταν περισσότερο δυστυχισμένα από τους άνδρες που δεν ήταν καν παντρεμένοι. 3. Σταθεροί γάμοι, όπου ο ένας στηρίζει τον άλλο Οι καλές σχέσεις δεν βοηθούν μόνο την φυσική, αλλά και την πνευματική μας υγεία. Όσοι άνδρες της έρευνας ήταν παντρεμένοι και δεν είχαν πάρει διαζύγιο, δεν ήταν σε διάσταση ή δεν είχαν «σοβαρά προβλήματα» μέχρι τα 50 τους, τα πήγαιναν και καλύτερα στα τεστ μνήμης. «Η κοινωνία δίνει μεγάλη έμφαση στα χρήματα και στο να αφοσιωνόμαστε στην δουλειά μας», λέει ο καθηγητής του Χάρβαρντ. «Αλλά, ξανά και ξανά, στο πέρασμα αυτών των 75 χρόνων, η έρευνα έχει δείξει ότι καλύτερα στη ζωή τους τα πήγαν όσοι έδωσαν έμφαση στις σχέσεις, στην οικογένεια, στους φίλους, στην κοινότητα.

Η ευτυχία αποτελεί μια μόνιμη επιδίωξη του ανθρώπου. Απάντηση σε αυτό το υπαρξιακό ερώτημα μας δίνει τώρα μια πολυετής έρευνα του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, που πραγματοποιήθηκε από τον ψυχίατρο Ρόμπερτ Γουόλντινγκερ.