Ανοίγουμε την πόρτα του σπιτιού λαχταρώντας να το πάρουμε ξανά στην αγκαλιά μας και να μάθουμε πώς πέρασε τη μέρα του. Ανυπομονούμε να μάθουμε όλα αυτά που έκανε και βίωσε χωρίς εμάς. Κυριευμένοι από την περιέργεια το ρωτάμε «Τι έκανες σήμερα στο σχολείο;» Και εκείνο απαντά απλώς… «τίποτα». Κάθε μέρα το ίδιο. Και κάπου εκεί αρχίζουμε να νιώθουμε αποκλεισμένοι από τον κόσμο του και να αναρωτιόμαστε μήπως του συνέβη τίποτα κακό και δεν θέλει να μας το πει ή μήπως το κάνει από πείσμα, γιατί το «εγκαταλείψαμε» όλη την ημέρα;
Τίποτα από όλα αυτά. Στην πραγματικότητα, εμείς οι ενήλικες αποδίδουμε στο σχολείο διαφορετική σημασία από τα μικρά. Για μας είναι ένα μέρος στο οποίο το παιδί αποκτά δεξιότητες, μαθαίνει να ζωγραφίζει, να γράφει ή να παίζει εκπαιδευτικά παιγνίδια. Τα μικρά αντιθέτως το θεωρούν ένα χώρο όλο δικό τους, όπου, χωρίς τη μαμά, έρχονται αντιμέτωπα με συνομηλίκους & ξένους και προσπαθούν να καταλάβουν τον πραγματικό εαυτό τους. Με δυο λόγια, για τα παιδιά δεν έχει τόση σημασία η ζωγραφιά που φτιάχνουν όσο το ότι βρίσκονται με τους φίλους τους. Ωστόσο οι κοινωνικές σχέσεις είναι πολύ κοπιαστικές για αυτά. Έτσι, όταν γυρίζουν στο σπίτι το μόνο που θέλουν είναι να χαλαρώσουν, να μην σκέφτονται τίποτα και ακόμη λιγότερο να διηγηθούν τι έκαναν. Φυσικά, το καθένα συμπεριφέρεται διαφορετικά, ανάλογα με το χαρακτήρα του. Έτσι τα πιο εξωστρεφή συνήθως μιλούν περισσότερο, ενώ τα πιο εσωστρεφή γίνονται ακόμη πιο σιωπηλά. Γενικά πάντως τα όσα τους συμβαίνουν είναι μια πολύ προσωπική τους υπόθεση. Ένας μυστικός χώρος όπου δεν γίνονται δεκτές αναμείξεις και επεμβάσεις. Και εμείς δυσκολευόμαστε πολύ να καταλάβουμε και να δεχτούμε, ότι υπάρχουν πλευρές του μικρού μας που μας είναι άγνωστες. Πώς θα το παρακινήσουμε να μας μιλήσει Στην πραγματικότητα, όταν βρίσκεται στον παιδικό σταθμό, δεν είναι πια το «παιδάκι μας», αλλά ένα ξεχωριστό άτομο, ενταγμένο σε μια κοινωνία προστατευμένη και ελεγχόμενη, αλλά παρόλα αυτά ξένη προς την οικογένεια. Ένα κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο μόνο του, χωρίς τη μαμά του, συνειδητοποιεί τις ικανότητές του και τα όριά του και, κυρίως, εισέρχεται σε μια ομάδα η οποία, ανάλογα με τις περιστάσεις, το προστατεύει ή το απομονώνει. Γι’ αυτό, αντί να το «ανακρίνετε» για το τι έκανε και το τι έμαθε, καλύτερα να προσπαθείτε να καταλάβετε πώς νιώθει. Ρωτήστε το λοιπόν, χωρίς να απαιτείτε λεπτομερείς περιγραφές, «Είσαι καλά;», «Πέρασες καλά;». Μην ξεχνάτε ότι αυτές τις οκτώ ώρες που περνά έξω από το σπίτι, έχει πολλές συναισθηματικές εμπειρίες, τις οποίες, όμως, δεν έχει ακόμη την ικανότητα να περιγράψει. Για το παιδί, η ημέρα είναι ένα σύνολο πολλών ξεχωριστών καταστάσεων, οι οποίες, εάν δείξουμε υπομονή, αργά ή γρήγορα θα αναδυθούν στην επιφάνεια. Εάν το «ταράξετε» στις ερωτήσεις, το μόνο που θα καταφέρετε είναι να το μπλοκάρετε, ενώ εκείνο προσπαθεί να οργανωθεί. Αφήστε το ελεύθερο να εκφράσει τα συναισθήματά του όποτε μπορεί, ακόμη και αρκετές ημέρες αργότερα, όταν θα έχει συνειδητοποιήσει τι έκανε ή τι του συνέβη. Έτσι, χωρίς να του το ζητήσει κανείς, θα το ακούσετε ξαφνικά να λέει «Ξέρεις τι έφτιαξα με την πλαστελίνη;» ή «Ζωγράφισα μια γάτα!». Αυτό συμβαίνει γιατί μόνο τότε θα έχει συνειδητοποιήσει την εμπειρία που βίωσε και θα είναι έτοιμο να θελήσει και να το μοιραστεί μαζί σας. Σε αυτή την ηλικία το σπίτι και ο παιδικός σταθμός αποτελούν δύο εντελώς διαφορετικές πτυχές της ζωής του, για τις οποίες το μικρό δυσκολεύεται να βρει κοινά σημεία. Στα τρία με τέσσερα χρόνια του, ένα παιδάκι ζει ακόμη μόνο στο άμεσο παρόν. Όταν γυρίζει στο σπίτι, το σχολείο είναι «παρελθόν». Επομένως, είναι φυσικό να μην ενδιαφέρεται να μιλήσει γι’ αυτό. Ένας τρόπος για να καταλάβουμε εάν το παιδί περνά καλά μακριά από το σπίτι είναι να το παρακινούμε να μιλά για τη δασκάλα, για τους συμμαθητές, για τον καλύτερό του φίλο. Έτσι του δίνουμε την ευκαιρία να αναφέρει περιστατικά στα οποία συμμετέχει το ίδιο, χωρίς όμως να εκτίθεται. Για να το βοηθήσετε να αποκαταστήσει τη σχέση του με τον παιδικό σταθμό, παροτρύνετέ το να μιλά γι’ αυτό στο βραδινό φαγητό, όταν είναι μαζεμένη όλη η οικογένεια. Διακριτικά, όμως, ρωτώντας το π.χ. ποιο παιγνίδι του άρεσε περισσότερο ή αν ήταν νόστιμο το φαγητό που έφαγε το μεσημέρι. Οι επιφανειακές απαντήσεις Τα παιδιά δεν απαντούν πάντα «τίποτα». Καμιά φορά τους ξεφεύγει μια απάντηση του τύπου «με χτύπησαν», βυθίζοντάς μας μέσα σε μια απέραντη αγωνία. Πριν τρέξετε στη δασκάλα, ζητώντας να μάθετε τους λόγους για τους οποίους κακομεταχειρίστηκαν το παιδί σας, προσπαθήστε να μάθετε εάν αυτό που είπε είναι αλήθεια. Συχνά οι φράσεις έχουν κρυμμένες έννοιες. Για παράδειγμα, φράσεις όπως: «με χτύπησαν», «μου είπαν ότι έχω την πιο μικρή σάκα», «με κορόιδεψαν», «η δασκάλα μου είπε ότι η ζωγραφιά μου ήταν πολύ χάλια», μπορεί να σημαίνουν απλώς ότι ένιωθε μειονεκτικά σε σχέση με την ομάδα, που εκείνη την ημέρα δεν το έκανε να νιώθει ότι έχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο ή ότι ήταν λυπημένο και επομένως καλό θα ήταν να μάθετε γιατί. Ωστόσο σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να παρεμβαίνετε για να προστατεύσετε το παιδί σας από τους άλλους (ή να ζητήσετε από τη δασκάλα να το κάνει) ούτε να τρέξετε να του αγοράσετε μια μεγαλύτερη σάκα. Εκείνο που χρειάζεται είναι να ενισχύσετε την αυτοπεποίθηση και την αυτοεκτίμησή του, να το βοηθήσετε να νιώθει λιγότερο αδύναμο μέσα στο πλαίσιο της ομάδας, λέγοντάς του π.χ. «η δική σου σάκα, όμως, έχει πιο πολλά χρώματα» ή «μη στενοχωριέσαι, θα κάνεις και πιο όμορφες ζωγραφιές». Ή ακόμη καλύτερα, ζητήστε του να φέρει την ζωγραφιά στο σπίτι να δείτε και βρείτε την απλώς… θαυμάσια. Με την συνεργασία της Βάσως Μακαρώνη (ψυχολόγος – παιδοψυχολόγος)