Αν παρατηρήσετε μια παρέα παιδιών στο νηπιαγωγείο, το πιθανότερο είναι ότι θα αισθανθείτε κουρασμένη και μόνο που τα βλέπετε! Στην ηλικία των 4 – 5 ετών τα μικρά παιδιά φαίνεται σαν να μην μπορούν να μείνουν ακίνητα ούτε μια στιγμή, εναλλάσσονται μεταξύ της μιας και της άλλης δραστηριότητας και μερικά μοιάζουν σαν να βρίσκονται σ’ έναν πυρετό υπερδιέγερσης. Κάποια αλλαγή στις συνήθειές τους, κάτι το οποίο θα τα ενθουσιάσει, η έντονη κούραση μπορεί να πυροδοτήσουν την έντονη κινητική ανησυχία τους.
Ωστόσο, πρέπει να γίνει διαχωρισμός μεταξύ της έννοιας ενός υπερκινητικού και ενός ζωηρού παιδιού. Η ενεργητικότητα είναι μια φυσική κατάσταση των πολύ μικρών παιδιών, ενώ τα παιδιά που παρουσιάζουν υπερκινητικότητα έχουν την ανάγκη να κινούνται το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας, να ασχολούνται με πολλαπλές δραστηριότητες, με άλλα λόγια χρειάζονται διαρκώς ερεθίσματα. Αναφορικά με την αιτιολογία της υπερκινητικότητας οι περισσότερες και πιο πρόσφατες έρευνες υποστηρίζουν πως πρόκειται για μία νευροβιολογική διαταραχή, χωρίς να παραβλέπουν βέβαια και τον ρόλο που έρχεται να παίξει το περιβάλλον.
Παρατηρήστε τη συμπεριφορά του
Για να καταλάβετε αν το παιδί σας είναι απλώς ζωηρό ή υπερκινητικό, παρατηρήστε πώς συμπεριφέρεται και αντιδρά κατά τη διάρκεια μιας συνηθισμένης μέρας. Οι ακόλουθες ερωτήσεις μπορεί να σας βοηθήσουν.
Η υπερκινητικότητα του παιδιού περιορίζεται σε συγκεκριμένες καταστάσεις;
Το παιδί παρουσιάζει υπερκινητικότητα στο σπίτι, στο σχολείο και σε άλλα πλαίσια; Είναι σημαντικό να παρατηρήσετε σε ποιά πλαίσια /καταστάσεις και πότε το παιδί μπορεί να είναι υπερκινητικό. Ένα υπερκινητικό παιδί συνήθως παρουσιάζει υπερκινητικότητα σε παραπάνω από ένα πλαίσια.
Δίνει την εντύπωση πως είναι «κουρδισμένο»;
Δεν μπορεί να εμπλακεί ήσυχα σε μία δραστηριότητα, κινείται ανήσυχα στην καρέκλα του, σκαρφαλώνει σε ακατάλληλες περιστάσεις, μιλάει πολύ.
Είναι παρορμητικό;
Πολλά παιδιά με υπερκινητικότητα διακόπτουν συζητήσεις, πετάγονται και δίνουν απαντήσεις και δυσκολεύονται να περιμένουν τη σειρά τους, μια ικανότητα που τα παιδιά αποκτούν περίπου στα τρία τους χρόνια. Ένα παιδί με υπερκινητικότητα ενδέχεται να εμφανίζει και απροσεξία, δηλαδή δυσκολία στη συγκέντρωση σε μία συγκεκριμένη δραστηριότητα, δίνει την εντύπωση πως δεν ακούει όταν του μιλούν. Συνήθως χάνει τα πράγματά του, δυσκολεύεται να ακολουθήσει οδηγίες, αποσπάται από εξωτερικά ερεθίσματα.
Τι μπορείτε να κάνετε
– Προτεραιότητα αποτελεί η ενημέρωση σχετικά με τη φύση της υπερκινητικότητας και πώς επηρεάζει ψυχοσυναισθηματικά το παιδί.
– Σημαντικό επίσης είναι να θέσετε κανόνες μαζί με το παιδί. Οι κανόνες θα πρέπει να λίγοι, απλοί, λογικοί και κατανοητοί από το παιδί.
– Οι κανόνες θα πρέπει να έχουν κάποιες συνέπειες, είτε θετικές είτε αρνητικές ανάλογα με την τήρησή τους ή μη. Όλα αυτά ωστόσο θα πρέπει να τα έχετε συζητήσει με το παιδί και να τα γνωρίζει εκ προτέρων.
– Επιβραβεύετε άμεσα το παιδί όταν παρουσιάζει την επιθυμητή συμπεριφορά (μπορεί απλά να κάθεται ήσυχα για λίγη ώρα).
– Ανάλογα με τις συνθήκες είτε αγνοείτε τη δυσλειτουργική συμπεριφορά, είτε εφαρμόζεται μία αρνητική συνέπεια της μη τήρησης των κανόνων, εφόσον του έχετε υπενθυμίσει τι ακολουθεί.
– Ένα δομημένο πρόγραμμα βοηθάει αρκετά τα παιδιά με υπερκινητικότητα καθώς έχουν πολύ συγκεκριμένα πράγματα που μπορούν ή όχι να κάνουν.
– Απαραίτητη είναι η συνεργασία με το σχολείο. Η άμεση επικοινωνία με τον εκπαιδευτικό ώστε να θέσετε από κοινού ένα πρόγραμμα για το παιδί, αλλά και για να ενημερώνεστε για την πορεία της προσπάθειας που κάνετε με το παιδί.
– Θα χρειαστεί να αντιμετωπίσετε τα αρνητικά συναισθήματα που πιθανόν να σας προκαλεί η στάση ενός παιδιού με υπερκινητικότητα. Οι τρόποι του μπορεί να σας κάνουν να νιώσετε κακόκεφη και στενοχωρημένη. Κατά περιόδους φροντίστε να λείπετε για μία δύο ώρες περίπου από το σπίτι, ώστε να έχετε τον χώρο και τον χρόνο να ηρεμείτε.
Η βοήθεια των ειδικών
Από τη στιγμή που οι προσπάθειές σας για χειρισμό της συμπεριφοράς του παιδιού δεν φέρουν το επιθυμητό αποτέλεσμα και εφόσον δυσκολεύουν το παιδί στην καθημερινότητά του (στο σχολείο, στις φιλικές παρέες), καλό θα ήταν να αναζητήσετε τη βοήθεια των ειδικών. Ο επιστημονικός όρος για την υπερκινητικότητα είναι «Διαταραχή Υπερκινητικόητας» – «hyperactivity disorder», ωστόσο όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, ένα παιδί με υπερκινητικότητα ενέχεται να παρουσιάζει και απροσεξία, και ο όρος διαμορφώνεται «διαταραχή ελλειμματικής προσοχής με ή χωρίς υπερκινητικότητα-ΔΕΠ/Υ»μ – «attention deficit hyperactivity disorder-ADHD».
Η διάγνωση μπορεί να γίνει είτε από Κλινικό Ψυχολόγο είτε από Παιδοψυχίατρο, οι οποίοι αντλούν πληροφορίες από την κλινική συνέντευξη, την παρατήρηση του παιδιού, το ιστορικό από τους γονείς και τις πληροφορίες από τον εκπαιδευτικό. Η διάγνωση συνήθως δεν μπορεί να τεθεί πριν από τα 5 έτη, καθότι κάποια χαρακτηριστικά της διαταραχής θεωρούνται φυσιολογικά για το συγκεκριμένο αναπτυξιακό στάδιο.
Η αντιμετώπιση της διαταραχής συνήθως ακολουθείται από τα εξής:
1) ψυχοεκπαίδευση γονέων (ενημέρωση σχετικά με τη φύση της διαταραχής, την αντιμετώπιση και των δυσκολιών που βιώνει το παιδί)
2) συμβουλευτική γονέων για ενίσχυση της αυτοεκτίμησης του παιδιού, εκπαίδευση στην οριοθέτηση της συμπεριφοράς του παιδιού, βελτίωση της σχέσης τους, αλλαγή των πεποιθήσεων και προσδοκιών των γονέων αναφορικά με το παιδί
3) ψυχοθεραπεία του παιδιού για εκπαίδευση αναφορικά με τη φύση της διαταραχής, ενίσχυση της αυτοεκτίμησης, εκπαίδευση σε δεξιότητες αυτοκαθοδήγησης και ελέγχου της παρορμητικότητας, εκπαίδευση σε κοινωνικές δεξιότητες.
4) φαρμακευτική αγωγή για τη βελτίωση της δυνατότητας προσοχής. Μειώνεται η παρορμητικότητα, τα παιδιά ηρεμούν και είναι περισσότερο συνεργάσιμα.
5) συνεργασία παιδοψυχολόγου-γονέων-εκπαιδευτικού για τη δημιουργία ενός δομημένου προγράμματος στο σχολικό πλαίσιο.
Το υπερκινητικό παιδί…
– Δεν μπορεί να συγκεντρώσει την προσοχή του σε κάτι.
– Σχεδόν ποτέ δεν ολοκληρώνει ό,τι αρχίζει.
– Συνήθως έχει διαταραχές και δυσκολίες στη μάθηση.
– Είναι υπερβολικά ζωηρό σε τουλάχιστον 2 – 3 διαφορετικά κοινωνικά
πλαίσια (οικογένεια, σχολείο, με φίλους, με συγγενείς)
– Λόγω της παρορμητικότητάς του, δεν γίνεται αποδεκτό, και γι’ αυτό δεν έχει
– Είναι παρορμητικό και εμπλέκεται συχνά σε μικροατυχήματα
– Δεν έχει την αίσθηση του κινδύνου.
Με την συνεργασία της κας Ρόζας Λάιους (ΚλινικόςΨυχολόγος – MSc Κλινικής Ψυχολογίας Παν/μίου Αθηνών – Γνωσιακή Συμπεριφοριστική Ψυχοθεραπεία)