Είναι αλήθεια ότι στις μέρες μας ένα από τα βασικότερα θέματα που απασχολούν τη σύγχρονη γυναίκα είναι αυτό της γονιμότητας. Τόσο οι περιβαλλοντικοί παράγοντες, όσο και ο αγχωτικός τρόπος ζωής, σε συνδυασμό με την όλο και πιο προχωρημένη ηλικία προσπάθειας απόκτησης του πρώτου παιδιού συμβάλλουν επιβαρυντικά στα ποσοστά γονιμότητας. Οι επιστήμονες, τώρα, έρχονται να προσθέσουν άλλον έναν καθοριστικό παράγοντα, που μπορεί σε κάποιο βαθμό να εμπλουτίσει τα ισχύοντα δεδομένα.

Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη δανών ερευνητών του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης και του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου της Κοπεγχάγης, με επικεφαλής το δρ. Γιάνε Μπένσεν, οι γυναίκες μπορούν να υπολογίσουν καλύτερα τη γονιμότητά τους έχοντας ως «πυξίδα» την ηλικία κατά την οποία η μητέρα τους πέρασε στην εμμηνόπαυση.

Όπως αναφέρουν στο επιστημονικό περιοδικό «Human Reproduction», οι γυναίκες των οποίων οι μητέρες είχαν πρόωρη εμμηνόπαυση διέθεταν και οι ίδιες λιγότερα ωάρια, μειώνοντας έτσι τις πιθανότητες σύλληψης, σε σύγκριση με εκείνες των οποίων οι μητέρες μπήκαν αργότερα στην εμμηνόπαυση.

Οι γυναίκες γεννιούνται με ένα συγκεκριμένο αριθμό ωαρίων, τα οποία εκλύονται περιοδικά από τις ωοθήκες, συνήθως 1 κάθε μήνα από την εφηβεία έως και την εμμηνόπαυση. Οι ερευνητές ακολούθησαν τις δύο καθιερωμένες και αποδεκτές μεθόδους εκτίμησης του αριθμού των ωαρίων μιας γυναίκας, το λεγόμενο «ωοθηκικό απόθεμα» (AMH) και τη μέτρηση των ωοθυλακίων που φέρουν άντρο (ΑFC), τα χαμηλά επίπεδα του οποίου μαρτυρούν μικρό απόθεμα ωοθυλακίων, άρα προβλήματα στη γονιμότητα. Οι δείκτες AMH και AFC προσφέρουν στους γιατρούς μια εικόνα σχετικά με τα αποθέματα ωαρίων κάθε γυναίκας.

Από τη μελέτη, λοιπόν, σε 527 γυναίκες, ηλικίας 20-40 ετών, φάνηκε ότι τόσο τα επίπεδα του ΑΜΗ όσο και του ΑFC εμφάνιζαν ταχύτερη μείωση σε εκείνες των οποίων οι μητέρες πέρασαν στην εμμηνόπαυση πριν από την ηλικία των 45 ετών (πρόωρη εμμηνόπαυση), συγκριτικά με τις γυναίκες των οποίων οι μητέρες πέρασαν στην εμμηνόπαυση μετά τα 55 χρόνια τους.

Τα μέσα επίπεδα του ΑΜΗ μειώνονταν κατά 8,6% ετησίως στις γυναίκες των οποίων οι μητέρες είχαν εμμηνόπαυση πριν τα 45, κατά 6,8% στις γυναίκες των οποίων οι μητέρες είχαν φυσιολογική εμμηνόπαυση, και κατά 4,2% σε εκείνες των οποίων οι μητέρες πέρασαν αργά στην εμμηνόπαυση. Παρόμοιο μοτίβο παρατηρήθηκε και σε ό,τι αφορούσε το δείκτη AFC. Καταγράφηκε ετήσια μείωση της τάξης του 5,8%, 4,7% και 3,2% στις τρεις ομάδες γυναικών αντιστοίχως.

Βέβαια, προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι παρεμβάλλεται διάστημα 20 ετών από τη στιγμή που ξεκινά η πτώση της γονιμότητας μιας γυναίκας έως την περίοδο της εμμηνόπαυσης. Έτσι, μια γυναίκα που εισέρχεται σε φάση εμμηνόπαυσης στα 45 της, έχει αρχίσει να παρουσιάζει πτώση της γονιμότητας της από την ηλικία των 25 ετών.

Όπως εξηγεί ο δρ. Μπένσεν, μπορεί η έρευνα να ενισχύει την πεποίθηση ότι το απόθεμα των ωαρίων επηρεάζεται από κληρονομικούς παράγοντες, όμως χρειάζονται και επιπλέον μελέτες σε βάθος χρόνου. Ωστόσο, τονίζει ότι ο περιορισμένος αριθμός ωαρίων δεν σημαίνει αναγκαστικά και απόκτηση λιγότερων παιδιών. Γι’ αυτό, οι ειδικοί επισημαίνουν ότι οι γυναίκες με λιγότερα ωάρια δεν θα πρέπει να καταβάλλονται από υπερβολικό άγχος. Προς το παρόν, κανένα τεστ δεν είναι ικανό να προβλέψει με ακρίβεια τη γονιμότητα, ενώ ισχύει πάντα η άποψη ότι όσο πιο νωρίς ξεκινά μια γυναίκα την προσπάθεια γονιμοποίησης, τόσο μεγαλύτερες πιθανότητες έχει η προσπάθειά της να στεφθεί με επιτυχία. Πάντως, όλοι συμφωνούν στο γεγονός ότι η γονιμότερη ηλικία κυμαίνεται από τα 18 έως τα 31 χρόνια.