Η γονιμότητα είναι ένα ζήτημα που απασχολεί τουλάχιστον 1 στα 6 ζευγάρια στην Ελλάδα. Σήμερα η επιστήμη έχει καταφέρει να εντοπίσει αλλά και να θεραπεύσει πολλούς από τους παράγοντες που προκαλούν υπογονιμότητα αλλά και να προσφέρει μία εναλλακτική λύση για τα ζευγάρια που δυσκολεύονται να αποκτήσουν ένα παιδί, την υποβοηθούμενη αναπαραγωγή.
Πότε πρέπει ένα ζευγάρι να υποπτευθεί ότι μπορεί να αντιμετωπίζει πρόβλημα υπογονιμότητας
Όταν ένα ζευγάρι παίρνει τη «μεγάλη» απόφαση να δημιουργήσει οικογένεια δεν θα πρέπει να θεωρεί ότι κάτι τέτοιο θα συμβεί με την πρώτη κιόλας προσπάθεια. Αυτό που εξηγούν οι ειδικοί είναι ότι η γονιμότητα ενός ζευγαριού ανέρχεται στο 20% ανά κύκλο κατά μέσο όρο. Αυτό το ποσοστό ίσως να μας φαίνεται μικρό κυρίως αν το συγκρίνουμε με το αντίστοιχο των μπαμπουίνων, που είναι 80% ή των κουνελιών που φτάνει το 90%. Ας δούμε όμως τι μπορεί να σημαίνει αυτό το 20% που αναφέραμε παραπάνω και πότε δύο σύντροφοι θα πρέπει να υποψιαστούν ότι έχουν πρόβλημα υπογονιμότητας.
Αν ένα ζευγάρι προσπαθεί να κάνει παιδί, έχοντας βέβαια φυσιολογικές και τακτικές επαφές χωρίς καμία προφύλαξη, και δεν τα καταφέρνει μέσα σε διάστημα περίπου ενός χρόνου θα πρέπει να απευθυνθεί στους ειδικούς (γυναικολόγο και ουρολόγο – ανδρολόγο) γιατί πιθανώς αντιμετωπίζει πρόβλημα υπογονιμότητας. Παρ’ όλα αυτά, οι ειδικοί θεωρούν (εφόσον η γυναίκα είναι μεγαλύτερη από 35 ετών) ότι ο έλεγχος θα πρέπει να γίνει μετά τους 6 μήνες και εννοείται άμεσα εφόσον υπάρχει κάποιο γνωστό πρόβλημα από το ιστορικό των συντρόφων.  Έτσι κι αλλιώς είναι αποδεδειγμένο ότι στο ένα με δύο χρόνια «ελεύθερων» και τακτικών επαφών το 80 με 85% των ζευγαριών θα έχουν κατορθώσει να αποκτήσουν παιδί. Μετά το πέρας του διαστήματος αυτού θα χρειαστεί να γίνει διερεύνηση για τα πιθανά αίτια υπογονιμότητας.
Το πρόβλημα της υπογονιμότητας απασχολεί το 15% των ζευγαριών αναπαραγωγικής ηλικίας διεθνώς (πρόκειται για περίπου 50 με 80 εκατομμύρια ανθρώπους). Στην Ελλάδα όμως το ποσοστό της υπογονιμότητας είναι υψηλότερο και φτάνει και στο 20% γεγονός που σύμφωνα με τους γυναικολόγους οφείλεται τόσο στο ότι οι Ελληνίδες αποφασίζουν να αποκτήσουν παιδιά σε όλο και μεγαλύτερη ηλικία, όσο και στο ότι, εξαιτίας κυρίως της κακής σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης των νέων, κάνουν πολλές εκτρώσεις, που μερικές φορές δημιουργούν προβλήματα υπογονιμότητας (π.χ. συμφύσεις εξαιτίας της επέμβασης) αλλά και παθαίνουν αρκετές φλεγμονές που δημιουργούν γυναικολογικά προβλήματα, που οδηγούν και αυτά μερικές φορές και στην υπογονιμότητα.  
Οι ειδικοί εξηγούν πως όταν εξετάζουν την υπογονιμότητα σε ζευγάρια τα αίτια φαίνεται να μοιράζονται ως εξής: στο 33% των περιπτώσεων την «ευθύνη» φέρει ο άνδρας, στο 33% η γυναίκα και στο υπόλοιπο 33% των περιπτώσεων υπάρχουν προβλήματα και στους δύο συντρόφους. Από την άλλη πλευρά σημειώνουν πως υπάρχει και ένα ποσοστό 25% υπογονιμότητας που είναι άγνωστης αιτιολογίας.
Τα καλά νέα:
Οι ειδικοί τονίζουν πως η υπογονιμότητα δεν είναι συνώνυμη με τη στειρότητα και πως στις περισσότερες περιπτώσεις τα ζευγάρια αυτά καταφέρνουν να αποκτήσουν παιδί χάρη στην υποβοηθούμενη αναπαραγωγή.
Τα καλύτερα χρόνια της γονιμότητας  
Οι ειδικοί συμφωνούν πως οι καλύτερες ηλικίες για να μείνει έγκυος μία γυναίκα είναι ανάμεσα στα 20 και τα 30. Από την άλλη πλευρά βέβαια αναγνωρίζουν ότι στις μέρες μας, λόγω των αυξημένων υποχρεώσεων, τόσο οι γυναίκες όσο και οι άνδρες συχνά αργούν να πάρουν την απόφαση να δημιουργήσουν οικογένεια. Έτσι εξηγούν πως χονδρικά μέχρι την ηλικία των 35 ετών μπορεί μία γυναίκα με σχετική ασφάλεια να περιμένει πως θα μπορέσει να μείνει έγκυος. Οι γυναίκες πρέπει να γνωρίζουν πως όσο μεγαλώνουν δυστυχώς ελαττώνεται η γονιμότητά τους, πράγμα που σημαίνει πως μετά τα 35 η γονιμότητα παρουσιάζει μία πτωτική καμπύλη. Χαρακτηριστικά μπορούμε να αναφέρουμε πως στην ηλικία των 40 ετών το 70% των γυναικών έχει πρόβλημα γονιμότητας και στην ηλικία των 50 ετών πλέον μόνο η μία στις 50000 γυναίκες μένει έγκυος. Επομένως είναι προφανές πως το θέμα της ηλικίας είναι σημαντικό για την ικανότητα μίας γυναίκας να συλλάβει. Αλλά τονίζουν επίσης πως όπως στις σχετικά μεγάλες ηλικίες (πάνω από τα 35) έτσι και στις μικρές (μικρότερες από τα 18-19) είναι πιθανό να υπάρχουν προβλήματα χρωμοσωμικών ανωμαλιών στο έμβρυο. Αυτό αποτελεί σαφώς πρόβλημα για το ζευγάρι που θέλει να κάνει ένα παιδί, και που σε καμία περίπτωση, όταν υπάρχει τέτοια ένδειξη, δεν πρέπει να αμελεί τον προγεννητικό έλεγχο. Από την άλλη πλευρά, αν και μέχρι πρόσφατα οι γιατροί θεωρούσαν πως η ανδρική γονιμότητα δεν επηρεαζόταν όσο περνούσε η ηλικία ενός άνδρα, σήμερα τείνουν να πιστεύουν ότι όσο μεγαλώνει ένας άνδρας τόσο περισσότερο μειώνεται η γονιμότητά του. Γενικά τόσο οι άνδρες από την αρχή της σπερματογένεσης όσο και οι γυναίκες από την έναρξη της ωοθυλακιορρηξίας αρχίζουν να έχουν απώλεια στην ποιότητα του γενετικού τους υλικού. Πρέπει άλλωστε να γνωρίζουμε πως όταν οι ειδικοί εξετάζουν την υπογονιμότητα σε ζευγάρια τα αίτια φαίνεται να μοιράζονται ανάμεσα στους άντρες και τις γυναίκες σε ποσοστό 50 – 50.
Με την συνεργασία του κ. Πέτρου Στεφανή (Μαιευτήρας-Γυναικολόγος – εξειδικευμένος στην εξωσωματική γονιμοποίηση)