Η υπογονιμότητα ορίζεται ως η μη επίτευξη εγκυμοσύνης μετά από ένα χρονικό διάστημα ανεπιτυχών φυσιολογικών προσπαθειών. Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (Π.Ο.Υ.), 15% από τα ζευγάρια σε αναπαραγωγική ηλικία δεν επιτυγχάνουν τη γονιμότητα, μετά από τακτική σεξουαλική ζωή 1 έτους. Σήμερα, το πρόβλημα της υπογονιμότητας αφορά το 15-20% των ζευγαριών σε αναπαραγωγική ηλικία. Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, 1 στα 6 ζευγάρια που προσπαθεί να φέρει στον κόσμο παιδί συναντά προβλήματα και πρέπει να προστρέξει σε θεραπεία. Παρά τη μεγάλη της συχνότητα, η υπογονιμότητα αντιμετωπίζεται συνήθως σαν καθαρά ιατρικό πρόβλημα, ενώ οι ψυχολογικές της προεκτάσεις είναι εξίσου σημαντικές. Για πολλά χρόνια, η βασική διαμάχη μεταξύ των ειδικών ήταν αν το στρες επηρεάζει τη γονιμότητα ή μήπως η ίδια η υπογονιμότητα ευθύνεται για το στρες. Οι έρευνες μας λένε πως η σχέση μεταξύ των δύο είναι μάλλον αμφίδρομη: πως, δηλαδή, το στρες μπορεί να επηρεάσει τη γονιμότητα, αλλά και η υπογονιμότητα επηρεάζει την ψυχική διάθεση, με τρόπο μάλιστα αρκετά δραστικό. Όταν η στειρότητα δεν μπορεί να αποδοθεί σε οργανική αιτία, και δεν επιτυγχάνεται για άγνωστους λόγους, υπάρχει ενίοτε μια ψυχολογική σύγκρουση η οποία παρεμποδίζει τη φυσιολογική πορεία. Η στειρότητα αυτή ονομάζεται «ψυχογενής» και αναφέρεται σε μια βαθύτερη ψυχική επιθυμία παρεμπόδισης της εγκυμοσύνης. Τα συναισθήματα των δύο συντρόφων Άντρες και γυναίκες αντιδρούν διαφορετικά στην υπογονιμότητα. Οι περισσότερες γυναίκες έχουν την τάση να αισθάνονται έντονα κάθε χρονική περίοδο του έμμηνου κύκλου, με αποτέλεσμα σε κάθε αρχή του κύκλου να αισθάνονται έντονες ψυχολογικές μεταπτώσεις. Επίσης, οι γυναίκες προτιμούν να μιλούν για το «πρόβλημά» τους, αντίθετα από τους άντρες που δεν είναι τόσο συνηθισμένοι στο να μοιράζονται τα συναισθήματά τους. Η προσωπική αντίδραση, βέβαια, πάντα εξαρτάται και από την προσωπικότητα του καθενός. Μπορεί ο ένας να είναι γεμάτος ελπίδες και αισιοδοξία, ενώ ο σύντροφός του να αισθάνεται απαισιοδοξία, ή ακόμα ο ένας να κατηγορεί τον άλλον, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις εκείνες όπου ένας εκ των δύο έχει το πρόβλημα της υπογονιμότητας. Ανάλογα πάντως με την περίπτωση, οι ευθύνες που επιφορτίζεται ο καθένας αλλάζουν και καθορίζουν και την ψυχολογική κατάσταση του ίδιου, και κατ` επέκταση του ζευγαριού. Τι βιώνει το ζευγάρι Η δυσκολία απόκτησης παιδιού μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργία έντονων συναισθημάτων, όπως έκπληξη, άρνηση, ενοχές, θυμός, κατάθλιψη, απομόνωση, απώλεια αυτοελέγχου και απογοήτευση. Τα προβλήματα γονιμότητας επηρεάζουν πολλά πράγματα στη ζωή ενός ζευγαριού. Δημιουργούν ανησυχία, ανυπομονησία και ένταση, αλλά αφήνουν επίσης συναισθήματα λύπης και απορρύθμισης. -Οι δυσκολίες στη σύλληψη συχνά προκαλούν ντροπή και ενοχές στο ζευγάρι, γι’ αυτό και συχνά πολλές φορές το κρατούν μυστικό. Το αποτέλεσμα είναι να μην υπάρχει υποστήριξη από το οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον, και όλη η ένταση να ανακυκλώνεται σχεδόν αποκλειστικά ανάμεσά τους. -Τα προβλήματα υπογονιμότητας δεν έχουν μόνον ενδοψυχικές προεκτάσεις, αλλά και διαπροσωπικές. Επηρεάζεται η εικόνα του εαυτού, η σεξουαλική σχέση -μιας και αυτή υπενθυμίζει την αδυναμία του ζευγαριού να αποκτήσει παιδί- και βιώνεται η απογοήτευση όταν η θεραπεία αποτυγχάνει. -Αίσθημα κοινωνικής ανεπάρκειας. Και οι δύο νιώθουν ότι δεν είναι ικανοί να φέρουν σε πέρας την κοινωνική τους «υποχρέωση», που δεν είναι άλλη από τη δημιουργία οικογένειας. Εξάλλου η απόκτηση παιδιού για ένα ζευγάρι είναι σημαντική, καθώς συμβολίζει τη σεξουαλική ταυτότητά του και την κοινωνική του ένταξη. Δεν είναι τυχαίο πως τα ζευγάρια που αποκτούν παιδιά χαίρουν κοινωνικής αποδοχής σε σχέση με αυτά που παραμένουν άτεκνα. Για αρκετά άτομα με υπογονιμότητα, η απόκτηση παιδιών αποβαίνει εξαιρετικά σημαντική και διαπλέκεται με τους υψηλούς στόχους της πληρότητας και της ευτυχίας. Ο συνδυασμός των αξιώσεων των ατόμων για τεκνοποιία μαζί με τους κοινωνικούς προσδιορισμούς συμπλέκουν τη γονιμότητα στην ενήλικη ζωή με τη σεξουαλικότητα, και είναι φανερό πόσο βαθιά επηρεάζει η υπογονιμότητα την αυτοεκτίμηση. Η σημασία της ψυχολογικής υποστήριξης Αν δύο σύζυγοι αντιμετωπίζουν πρόβλημα υπογονιμότητας και νιώθουν πως χρειάζονται βοήθεια από κάποιον ειδικό, η λύση που προτείνεται από την πλευρά των ψυχολόγων είναι η συμβουλευτική μέθοδος. Ο ειδικός που θα κληθεί να υποστηρίξει το ζευγάρι θα πρέπει:
- Να διερευνήσει, να κατανοήσει και να βοηθήσει στην επίλυση των προβλημάτων που απορρέουν από την κατάσταση την οποία βιώνει το ζευγάρι εξαιτίας της υπογονιμότητας ή της διαδικασίας της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής.
- Να ενθαρρύνει τη συμμετοχή του ευρύτερου οικογενειακού και συγγενικού περιβάλλοντος στην αντιμετώπιση του προβλήματος.
- Να σταθμίσει κάθε ατομική περίπτωση, αξιολογώντας τις ανάγκες κάθε μέλους του ζευγαριού.
- Να υποστηρίξει το ζευγάρι στην περίπτωση που αποδειχτεί πως δεν θα μπορέσει τελικά να αποκτήσει παιδί.
- Να προετοιμάσει το ζευγάρι για το ενδεχόμενο να χρειαστεί να καταφύγει στη λύση της υιοθεσίας.
- Να βοηθήσει το ζευγάρι να εξετάσει την περίπτωση της εξωσωματικής γονιμοποίησης, αποδεσμεύοντας το από ενδεχόμενους φόβους που αυτή δημιουργεί.
- Να το βοηθήσει να διαχειριστεί και να μειώσει το στρες του. Να καλλιεργήσει την επικοινωνία του ζευγαριού.
- Να προωθήσει την έκφραση των συναισθημάτων και από τις δύο πλευρές.
Με τη συνεργασία της Δήμητρας Μιχαλοπούλου (ψυχολόγος – πτυχιούχος του Παν/μίου Κρήτης).