Στην εποχή μας, η εξωσωματική γονιμοποίηση αποτελεί την πιο διαδεδομένη μέθοδο για να μπορέσουν τα ζευγάρια με πρόβλημα υπογονιμότητας να αποκτήσουν το παιδί που τόσο επιθυμούν. Τις περισσότερες φορές, η απόφαση να οδηγηθεί ένα ζευγάρι στη λύση της εξωσωματικής λαμβάνεται αφού έχουν πρώτα ενημερωθεί από τους ειδικούς για κάθε λεπτομέρεια κι αφού έχουν ψάξει πολύ καλά τόσο το πότε, όσο το πού, αλλά και το πώς. Ωστόσο, όταν η γονιμοποίηση στεφθεί με επιτυχία και ξεκινήσει η πολυπόθητη εγκυμοσύνη, δημιουργούνται καινούργια ερωτηματικά στη μέλλουσα μητέρα: Πώς θα είναι η εγκυμοσύνη; Αντιμετωπίζεται όπως αν είχε μείνει έγκυος με φυσιολογική σύλληψη ή θεωρείται «υψηλού κινδύνου»; Μήπως πρέπει να γίνουν περισσότερες εξετάσεις; Υπάρχουν περισσότερες πιθανότητες κάτι να μην πάει καλά ή το παιδί να έχει κάποιο πρόβλημα; Ο τοκετός θα γίνει φυσιολογικά ή με καισαρική; Απόλυτα φυσιολογικές όλες της οι απορίες, και απόλυτα καθησυχαστικές και οι απαντήσεις στα ερωτήματά της!
Πρέπει η έγκυος μετά από εξωσωματική να κάνει περισσότερες εξετάσεις από αυτές που συνηθίζονται;
«Η απάντηση είναι αρκετά πολύπλοκη, χωρίς αυτό να οφείλεται στον τρόπο σύλληψης», επισημαίνει η γυναικολόγος κ. Μαρία Παπαδοπούλου. «Συνήθως τα ζευγάρια που αναζητούν τη μέθοδο της εξωσωματικής, και κυρίως οι γυναίκες, είναι μεγαλύτερης ηλικίας από το μέσο πληθυσμό των γυναικών που μένουν έγκυοι. Αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι προσπαθούν για μεγαλύτερο διάστημα να αποκτήσουν ένα παιδί με φυσικό τρόπο και, εφόσον αυτό δεν επιτευχθεί μέσα σε ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, τότε προχωράνε σε προσπάθειες εξωσωματικής γονιμοποίησης ως την τελευταία τους ευκαιρία για σύλληψη. Όμως, όσο προχωρά η ηλικία της γυναίκας, τόσο αυξάνονται τα προβλήματα που είναι πιθανό να αντιμετωπίσει σε μια εγκυμοσύνη. Το πιο συχνό είναι αυτό των γενετικών παθήσεων του εμβρύου, όπως το σύνδρομο Down (γνωστό ως Μογγολισμός) και άλλες χρωμοσωμικές ανωμαλίες, οι οποίες αυξάνονται με την αύξηση της ηλικίας της μητέρας. Ωστόσο, θα πρέπει να τονιστεί ότι αυτό δεν οφείλεται σε καμία περίπτωση στον τρόπο σύλληψης. Αντίθετα, η εξωσωματική μπορεί να βοηθήσει στο να αποφευχθούν αυτές οι δυσάρεστες καταστάσεις, με το γνωστό Προεμφυτευτικό Έλεγχο (PGD). Με αυτόν, ελέγχονται τα έμβρυα που προκύπτουν από την εξωσωματική, και έτσι έχουμε τη δυνατότητα να προχωρήσουμε στη μεταφορά μόνο των εμβρύων που γνωρίζουμε εκ των προτέρων ότι είναι υγιή. Επίσης, το σύνηθες σε μια εξωσωματική είναι οι πολύδυμες κυήσεις. Το γεγονός από μόνο του καθιστά την εγκυμοσύνη αυτή αυξημένης φροντίδας. Κι αυτό με τη σειρά του σημαίνει πιο συχνές εξετάσεις αίματος από κάποια άλλη εγκυμοσύνη (ώστε να μπορούμε να παρακολουθούμε στενά τον αιματοκρίτη και άλλους δείκτες του αίματος) και σαφέστατα πιο πολλές επισκέψεις στο μαιευτήρα». Όπως καταλαβαίνει κανείς, δεν είναι ο τρόπος σύλληψης που αυξάνει την ανάγκη για πιο στενό έλεγχο των γυναικών. Η εξωσωματική έχει τις ίδιες ανάγκες, όπως κάθε εγκυμοσύνη που προκύπτει σε μητέρα μεγάλης ηλικίας ή σε πολύδυμη κύηση.
Μία φορά εξωσωματική, σημαίνει πάντα εξωσωματική;
Ένα από τα σημαντικά ερωτήματα που απασχολούν τα περισσότερα ζευγάρια που καταλήγουν να αποκτήσουν ένα παιδί με εξωσωματική είναι εάν θα χρειαστεί να αντιμετωπίσουν την ίδια διαδικασία και στο μέλλον, εάν και όταν νιώσουν την επιθυμία να κάνουν ένα δεύτερο ή τρίτο παιδί. Όπως μας λέει η ειδικός, αυτό εξαρτάται από το λόγο για τον οποίο ένα ζευγάρι επιλέγει να προχωρήσει σε εξωσωματική γονιμοποίηση την πρώτη φορά. Οι συνηθέστεροι λόγοι είναι πολλαπλοί, όπως για παράδειγμα η μη βατότητα των σαλπίγγων της γυναίκας ή το αδύναμο σπέρμα. Ωστόσο, στο 50% περίπου των ζευγαριών, παρά τις εξετάσεις που γίνονται, δεν είναι εφικτό να εντοπιστεί το αίτιο για το οποίο δεν είναι δυνατό να επιτευχθεί μια εγκυμοσύνη αυτόματα. Τότε, μιλάμε για «ανεξήγητη υπογονιμότητα». Σε αυτές τις περιπτώσεις, πολλές φορές συναντάται το εξής παράδοξο: Να προκύπτει αυτόματη εγκυμοσύνη σε ένα ζευγάρι που απέκτησε το πρώτο του παιδί με τη βοήθεια της εξωσωματικής. Οι ειδικοί θεωρούν ότι ο λόγος για τον οποίο μια φυσιολογική σύλληψη είναι πλέον εφικτή σχετίζεται άμεσα με τον ψυχολογικό παράγοντα, αφού, μετά την απόκτηση του πολυπόθητου πρώτου παιδιού, το ζευγάρι δεν νιώθει πια το άγχος της σύλληψης κι έτσι αυτή επιτυγχάνεται ευκολότερα. Άλλωστε, είναι γνωστό ότι ο παράγοντας άγχους για την επίτευξη μιας εγκυμοσύνης είναι πολύ σημαντικός, γιατί αρχικά μπορεί να αναστείλει την ωορρηξία, και με ανοωρρηκτικούς κύκλους είναι αδύνατο να επιτευχθεί. Έχοντας, όμως, αποκτήσει ήδη ένα παιδί, το γεγονός αυτό σταματά να είναι αυτοσκοπός και έτσι μπορεί να προκύψει μια δεύτερη εγκυμοσύνη πολύ εύκολα. Επιπλέον, αν η αδυναμία αυτόματης σύλληψης οφειλόταν στον ανδρικό παράγοντα, υπάρχει και πάλι η δυνατότητα να επιτευχθεί στο μέλλον αυτόματη εγκυμοσύνη. Ο λόγος είναι ότι το σπέρμα στους άνδρες είναι δυναμικό, δηλαδή έχει συνεχόμενη παραγωγή σε όλα τα χρόνια της ζωής τους (σε αντίθεση με τις γυναίκες, που γεννιούνται με τα ωοθυλάκιά τους και δεν ανανεώνονται). Έτσι, είναι πιθανό να υπήρχε στο παρελθόν κάποιος τοξικός παράγοντας για το σπέρμα, που καθιστούσε αδύνατη τη σύλληψη – τέτοιοι παράγοντες είναι το κάπνισμα, το αλκοόλ, τα στενά εσώρουχα ή μια κιρσοκήλη. Εάν αυτός αρθεί, τότε η ποιότητα και η ποσότητά του μπορεί να βελτιωθούν και να επιτευχθεί αυτόματη εγκυμοσύνη στο μέλλον. Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι ένα ζευγάρι έχει καταφύγει στην εξωσωματική γονιμοποίηση για να αποκτήσει το πρώτο του παιδί, δεν αποκλείει την πιθανότητα στο μέλλον να αποκτήσει άλλο μωρό με αυτόματη σύλληψη. Μάλιστα, το φαινόμενο αυτό είναι αρκετά συχνό.
Φυσιολογικός τοκετός ή καισαρική;
Δεν υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος λόγος για τον οποίο θα πρέπει μια γυναίκα που έχει μείνει έγκυος με εξωσωματική γονιμοποίηση να καταφύγει στη λύση της καισαρικής. Απλώς, η καισαρική μπορεί να επιλεγεί για λόγους μαιευτικούς (κυρίως όταν η κύηση είναι πολύδυμη ή η μέλλουσα μητέρα είναι προχωρημένης ηλικίας), όπως άλλωστε θα γινόταν και σε μια εγκυμοσύνη που έχει επιτευχθεί φυσιολογικά.
Με τη συνεργασία της Μαρίας Παπαδοπούλου (γυναικολόγος).