Η δυσανεξία στη λακτόζη είναι η αδυναμία του οργανισμού να διασπάσει πλήρως τη λακτόζη, τον κύριο υδατάνθρακα που βρίσκεται στο γάλα. Μετά την κατανάλωση γάλακτος ή γαλακτοκομικών προϊόντων, ο οργανισμός μπαίνει στη διαδικασία διάσπασης της λακτόζης σε γλυκόζη και γαλακτόζη μέσω ενός ενζύμου, της λακτάσης. Αν το ένζυμο αυτό δεν υπάρχει ή δεν είναι επαρκές (υπολακτασία), τότε η λακτόζη φτάνει αδιάσπαστη στο παχύ έντερο, στον αυλό του οποίου αυξάνει με όσμωση τα υγρά. Επιπλέον, προκαλεί ζυμώσεις με τα βακτηρίδια που υπάρχουν στο παχύ έντερο, με αποτέλεσμα την απελευθέρωση αερίων και τη διάταση του αυλού του εντέρου. Ένα μωρό μπορεί είτε να γεννηθεί με αυτή την ανεπάρκεια είτε -πιο σπάνια- να την αναπτύξει στην πορεία της ζωής του. Η δυσανεξία στη λακτόζη είναι ιδιαίτερα συχνή και χωρίζεται σε πρωτοπαθή και δευτερογενή. Η πρωτοπαθής δυσανεξία (αλακτασία) είναι πάρα πολύ σπάνια διεθνώς και εμφανίζεται μετά τη γέννηση. Μετά την πρώτη σίτιση του νεογέννητου, η βαριά διάρροια θα είναι μια ένδειξη που μπορεί να οδηγήσει σε βαριά αφυδάτωση και να απειλήσει ακόμη και τη ζωή του. Στις περιπτώσεις αυτές χρειάζεται γαστροσκόπηση και βιοψία του λεπτού εντέρου, όπου γίνεται μέτρηση του επιπέδου της λακτάσης του εντερικού βλεννογόνου. Η δευτερογενής δυσανεξία είναι πολύ πιο συχνή και εμφανίζεται μετά το τρίτο χρόνο και συχνότερα κατά την πρώτη σχολική ηλικία.
Ποια είναι τα συμπτώματα
Το φούσκωμα στην κοιλιά ή τα αέρια, οι πόνοι που μοιάζουν με κολικούς, η διάρροια ή οι εμετοί είναι τα κύρια συμπτώματα της δυσανεξίας στη λακτόζη. Εκδηλώνονται συνήθως μία με τρεις ώρες από τη στιγμή που το παιδί θα πιει το γάλα. Χρειάζεται προσοχή, αλλά όχι πανικός. Εάν υπάρχει υποψία δυσανεξίας στη λακτόζη, η διάγνωση δεν μπορεί να βασιστεί αποκλειστικά στα συμπτώματα γιατί η διάρροια, ο κοιλιακός πόνος και ο εμετός μπορεί να έχουν κι άλλες αιτίες. Ο γιατρός σας θα κάνει ιατρικές εξετάσεις στο μωρό για να την επιβεβαιώσει.
Διάγνωση
Οι πιο κοινές δοκιμές που χρησιμοποιούνται για να μετρήσουν την απορρόφηση της λακτόζης στο πεπτικό σύστημα είναι: η δοκιμή ανοχής στη λακτόζη, η μέτρηση του pH των κοπράνων που είναι όξινα και το τεστ αναπνοής μέσω μέτρησης υδρογόνου στον εισπνεόμενο αέρα, η οποία μπορεί να γίνει σε παιδιά μεγαλύτερα των έξι ετών. Αυτές οι δοκιμές εκτελούνται σε νοσοκομείο, σε κλινικές ή στο γραφείο του γιατρού. Επίσης, πολύ βοηθητικά είναι και τα τεστ τροφικής δυσανεξίας που χρησιμοποιούνται και μπορούν να προσδιορίσουν από πού προέρχονται τα δυσάρεστα συμπτώματα της πέψης.
Θεραπεία
Η αντιμετώπιση της δυσανεξίας στη λακτόζη απαιτεί αλλαγές στις διατροφικές συνήθειες του παιδιού. Τα συμπτώματα μπορεί να αποφευχθούν με τη μείωση της ποσότητας των χορηγούμενων γαλακτοκομικών προϊόντων και την ισόνομη κατανομή τους στα γεύματα της ημέρας. Η δυσανεξία στη λακτόζη στα βρέφη και στα νήπια είναι πολλές φορές δευτεροπαθής και οφείλεται συνήθως στην καταστροφή των λαχνών του βλεννογόνου του εντέρου ύστερα από ιογενή γαστρεντερίτιδα. Στις περιπτώσεις αυτές η δυσανεξία στη λακτόζη είναι παροδική και αντιμετωπίζεται με προσωρινή χορήγηση στο παιδί ειδικού γάλακτος και κρέμας χωρίς λακτόζη για διάστημα δύο εβδομάδων έως δύο μηνών, ανάλογα με την ηλικία του βρέφους και τη σοβαρότητα της κατάστασης και πάντα σύμφωνα με τις οδηγίες του παιδιάτρου ή του παιδογαστρεντερολόγου. Το παραπάνω διάστημα απαιτείται για την αποκατάσταση των εντερικών λαχνών και της λακτάσης, μετά την οποία η λακτόζη εντάσσεται ξανά στο διαιτολόγιο του βρέφους, καθώς είναι αναγκαία για την απορρόφηση του ασβεστίου και την ανάπτυξη των οστών του παιδιού. Στα μεγαλύτερα παιδιά συνιστάται γάλα με μειωμένη κατά 80% λακτόζη ή χωρίς λακτόζη (lactose free). Επιπλέον, συχνά μικρά γεύματα με κίτρινα τυριά και γιαούρτι δεν προκαλούν το ίδιο πρόβλημα δυσανεξίας όπως το γάλα, γιατί είναι φτωχά σε λακτόζη. Βασικός κανόνας επίσης είναι η ένταξη του γάλακτος το πρωί σε ένα πλήρες πρόγευμα (με δημητριακά ή τοστ) και η ισόνομη κατανομή των γαλακτοκομικών στα υπόλοιπα γεύματα της ημέρας. Με την πάροδο του χρόνου συνιστάται η κατά καιρούς σταδιακή αύξηση της χορηγούμενης ποσότητας των γαλακτοκομικών προϊόντων, με στόχο τη βελτίωση της ανοχής του εντέρου του παιδιού. Έχει φανεί σε μελέτες ότι κάποια άτομα με δυσανεξία στη λακτόζη είναι ενδεχόμενο να ανέχονται με την πάροδο του χρόνου μεγαλύτερη σε σχέση με πριν ποσότητα γαλακτοκομικών προϊόντων λόγω της σταδιακής προσαρμογής της μικροβιακής χλωρίδας του εντέρου τους στις αλλαγές της δίαιτας.
Εναλλακτικά
Η δυσανεξία στη λακτόζη μπορεί να αντιμετωπιστεί με σωστή διατροφή χωρίς να υπάρξει κίνδυνος στέρησης άλλων θρεπτικών συστατικών και κατά κύριο λόγο του ασβεστίου που περιέχεται στο γάλα. Για παράδειγμα, το αγελαδινό γάλα μπορεί να αντικατασταθεί από το γάλα σόγιας (προσοχή, όμως, γιατί το γάλα σόγιας μπορεί να προκαλέσει αλλεργίες, ειδικά σε μικρές ηλικίες). Επιπλέον, πρέπει να μάθετε το παιδί να αποφεύγει να καταναλώνει ταυτόχρονα περισσότερες από μία τροφές που περιέχουν λακτόζη (π.χ. γιαούρτι και τυρί ή κρέμα και παγωτό). Η δυσανεξία στη λακτόζη αντιμετωπίζεται μειώνοντας την ποσότητα της χορηγούμενης λακτόζης με τη δίαιτα. Η λακτόζη περιέχεται στα γαλακτοκομικά προϊόντα και στις τυπικές βρεφικές τροφές που βασίζονται στο γάλα της αγελάδας. Κλινικές μελέτες έδειξαν ότι τα βρεφικά γάλατα χωρίς λακτόζη επιταχύνουν την ανάρρωση από την παρατεινόμενη διάρροια μετά από ιογενή γαστρεντερίτιδα και βελτιώνουν τη θρεπτική κατάσταση των μωρών που δεν θηλάζουν. Εδώ και πολλά χρόνια, το βρεφικό γάλα με βάση τη σόγια αποτελεί μια θρεπτική εναλλακτική λύση στις περιπτώσεις που απαιτείται δίαιτα χωρίς λακτόζη. Πρόσφατα αναπτύχθηκαν βρεφικές τροφές με βάση το γάλα χωρίς λακτόζη. Οι τροφές αυτές είναι πλούσιες σε πρωτεΐνη, ασβέστιο και ενέργεια, αλλά περιέχουν πολύ λίγη ή και καθόλου λακτόζη. Αυτές οι βρεφικές τροφές συνήθως γίνονται εύκολα δεκτές από τα μωρά γιατί έχουν παρόμοια γεύση με τις απλές τροφές.
Προσέξτε τις ετικέτες στα τρόφιμα
Πολλά συσκευασμένα προϊόντα περιέχουν κρυμμένη λακτόζη. Θα πρέπει λοιπόν να διαβάζετε ιδιαίτερα προσεκτικά τις ετικέτες τους. Ειδικότερα, αν έχετε σοβαρή δυσανεξία στη λακτόζη, θα πρέπει να αποφεύγετε την κατανάλωση οποιουδήποτε προϊόντος περιέχει σκόνη γάλακτος, ορό γάλακτος, πέτσα γάλακτος, υποπροϊόντα γάλακτος και ξηρά στερεά γάλακτος. Επίσης, ψωμί που έχει φτιαχτεί με γάλα, τραχανά, στιγμιαίες σούπες, σος για σαλάτες, υποκατάστατα γευμάτων σε σκόνη, μείγματα για τηγανίτες, λουκουμάδες και μπισκότα. Λακτόζη περιέχουν και πολλά φαρμακευτικά σκευάσματα. Μπορεί όμως να προκαλέσουν προβλήματα μόνο όταν ο ασθενής που τα χρησιμοποιεί έχει πολύ σοβαρό πρόβλημα δυσανεξίας. Στις περιπτώσεις βαριάς δυσανεξίας στη λακτόζη ο παιδογαστρεντερολόγος θα συστήσει τη χορήγηση σκευασμάτων ασβεστίου για τη σωστή ανάπτυξη των οστών του παιδιού.
Με τη συνεργασία της Aλεξάνδρας Παπαδοπούλου (Hon. Prof. Dr. med. αν. διευθύντρια-υπεύθυνη Ιατρείου Παιδιατρικής Γαστρεντερολογίας & Διατροφής Α’ Παιδιατρικής Κλινικής Νοσ. Παίδων «Π. & Α. Κυριακού»).