Αν συλλάβατε το πρώτο σας παιδί χωρίς να το είχατε προγραμματίσει, μάλλον θα παραξενευτείτε αν η δεύτερή σας προσπάθεια για εγκυμοσύνη αποδειχθεί δύσκολη, αν όχι ακατόρθωτη. Μάθετε τι είναι η Δευτερογενής υπογονιμότητα.
Δυστυχώς, η ύπαρξη γονιμότητας στο παρελθόν δεν εξασφαλίζει και επιτυχή προσπάθεια στο μέλλον. Κάποιοι ειδικοί πιστεύουν πως η Δευτερογενής Υπογονιμότητα -ιατρικός όρος που περιγράφει την ανικανότητα σύλληψης μετά τη γέννηση ενός παιδιού- αυξάνεται συνεχώς και επηρεάζει όλο και περισσότερα ζευγάρια τα τελευταία 5 χρόνια. Πρόσφατη μελέτη αμερικανών επιστημόνων υποστηρίζει πως η Δευτερογενής Υπογονιμότητα εμφανίζεται πιο συχνά από την Πρωτογενή, γιατί η ηλικία που επιλέγουν οι γυναίκες να κάνουν το δεύτερό τους παιδί έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια.
Αρχικά, παίζει ρόλο η ηλικία της μητέρας. Είναι γνωστό ότι όσο αυξάνεται η ηλικία, η γονιμότητα πέφτει, και κυρίως όταν είναι πάνω από τα 35 χρόνια. Αυτό σημαίνει ότι η προσπάθεια για ένα καινούργιο μωρό είναι αρκετά δύσκολη. Ένας επίσης πολύ σημαντικός παράγοντας είναι το μαιευτικό ιστορικό της μητέρας. Αν το πρώτο παιδί έχει γεννηθεί με προβληματικό τοκετό, δηλαδή έναν κολπικό τοκετό ή μια καισαρική που μετά είχε αιμορραγία ή πυρετό, είναι πολύ πιθανό να έχουν δημιουργηθεί συμφύσεις στην ενδομητρική κοιλότητα. Αυτό, με απλά λόγια, σημαίνει ότι στο εσωτερικό της μήτρας που αναπτύσσεται το γονιμοποιημένο ωάριο σε έμβρυο, αδυνατεί να προσκολληθεί λόγω έλλειψης χώρου. Επίσης, ενδέχεται να έχουν δημιουργηθεί πολύποδες ή ινομυώματα στη μήτρα, που εμποδίζουν τη σύλληψη.
Πότε πρέπει το ζευγάρι να αναζητήσει ιατρική βοήθεια;
Κάθε ζευγάρι θα πρέπει να κάνει προσπάθειες σύλληψης για τουλάχιστον μία περίοδο έξι μηνών, πριν αγχωθεί ότι δεν μπορεί να κάνει μωρό. Αν μετά τους έξι μήνες δεν έχει προκύψει εγκυμοσύνη, τότε θα πρέπει να επισκεφτεί γυναικολόγο, που θα υποβάλλει και τους δύο συντρόφους σε εξετάσεις. Για τον άντρα, πρόκειται για ένα σπερμοδιάγραμμα, μία καλλιέργεια σπέρματος, και ενίοτε ένα υπερηχογράφημα οσχέου. Το σπερμοδιάγραμμα περιλαμβάνει τη μακροσκοπική και μικροσκοπική εξέταση του σπέρματος. Το δείγμα πρέπει να λαμβάνεται μετά από σεξουαλική αποχή τουλάχιστον 48 ωρών, και όχι μεγαλύτερη των 5 ημερών.
Επειδή ο έλεγχος της κινητικότητας των σπερματοζωαρίων είναι εξαιρετικά σημαντικός, η εξέταση του σπέρματος πρέπει να γίνεται μέσα στην 1η ώρα από τη συλλογή του, και το δείγμα κατά τη μεταφορά να φυλάσσεται σε θερμοκρασία σώματος και να αποφεύγονται οι ακραίες θερμοκρασίες (<20 και >40º C). Η μικροσκοπική εξέταση περιλαμβάνει τη μέτρηση του αριθμού, της κινητικότητας, της μορφολογίας των σπερματοζωαρίων και τη διαπίστωση ύπαρξης λευκών αιμοσφαιρίων (ένδειξη φλεγμονής). O ορμονικός έλεγχος δεν είναι πάντα απαραίτητος. Θα πρέπει να γίνεται σε άτομα με βαριά ολιγοσπερμία ή αζωοσπερμία, και σε εκείνους που το ιστορικό και η κλινική εξέταση θέτουν την υποψία ενδοκρινοπάθειας. Γενικά, πάντως, καλό είναι ένας άντρας, όταν φτάσει στη σεξουαλική ωριμότητα, να κάνει ένα σπερμοδιάγραμμα, ώστε, αν υπάρχει κάποιο πρόβλημα, να μπορεί να το ελέγξει και να το αντιμετωπίσει έγκαιρα. Αν δεν έχετε τη δυνατότητα να απευθυνθείτε σε βιολόγο αναπαραγωγής, ο οποίος ειδικεύεται στη μελέτη του σπέρματος, μπορείτε να κάνετε την εξέταση και σε μικροβιολόγο που ασχολείται με θέματα γονιμότητας, σε Ανδρολογικά Κέντρα, όπως επίσης και στα Μαιευτήρια.
Είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι προβλήματα γονιμότητας λανθασμένα πολλές φορές χαρακτηρίζονται ως «γυναικεία προβλήματα», αλλά το 1/3 αυτών οφείλεται στον άντρα, οπότε με τις παραπάνω απλές και κυρίως ανώδυνες εξετάσεις αποκλείουμε γρήγορα ένα σημαντικό παράγοντα της διερεύνησής μας. Για τη γυναίκα, ένα υπερηχογράφημα μήτρας-ωοθηκών, ένα ορμονολογικό προφίλ, μία υστεροσαλπιγγογραφία (εξέταση της μήτρας με ακτίνες X, στην οποία χρησιμοποιείται μια ειδική σκιαγραφική ουσία) και, τέλος, μια υστεροσκόπηση (πρωτοποριακή μέθοδος εξέτασης της ενδομητρικής κοιλότητας, με μεγάλη ακρίβεια και αξιοπιστία) είναι οι βασικές εξετάσεις. Μερικές φορές, η προΰπαρξη μιας εύκολης σύλληψης συγκαλύπτει ένα ήδη υπάρχον πρόβλημα υγείας, όπως χαμηλή συγκέντρωση σπερματοζωαρίων ή πολυκυστικές ωοθήκες, τα οποία από τύχη δεν δημιούργησαν πρόβλημα.
Με τη συνεργασία της Μαρίας Παπαδοπούλου (γυναικολόγος).