Για τις ανάγκες της έρευνας που πραγματοποιήθηκε από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Σίδνεϊ., μελετήθηκαν οι περιπτώσεις 35 εγκύων γυναικών, μέσης ηλικίας 35 ετών, οι οποίες ήταν υπέρβαρες (δείκτης μάζας σώματος πάνω από 25) ή παχύσαρκες (ΔΜΣ πάνω από 30). Τα παιδιά που γεννήθηκαν, είχαν βάρος από 1.850 έως 4.310 κιλά.
Την πρώτη εβδομάδα ζωής των νεογνών, οι επιστήμονες μέτρησαν το πάχος των δύο εσωτερικών τοιχωμάτων της κοιλιακής αορτής, της κεντρικής αρτηρίας του σώματος. Η ανάλυση έδειξε ότι το πάχος κυμαινόταν από 0,65 έως 0,97 χιλιοστά και σχετιζόταν με το βάρος της εγκύου τη στιγμή της γέννας. Συγκεκριμένα, όσο μεγαλύτερο ήταν το βάρος της μητέρας, τόσο μεγαλύτερο το πάχος της αορτής, ανεξάρτητα από το βάρος του νεογνού. Η διαφορά στο πάχος της βασικής αρτηρίας ανάμεσα στα νεογέννητα των μητέρων με φυσιολογικό βάρος και εκείνων που ήταν υπέρβαρες ή παχύσαρκες, ήταν 0,06 χιλιοστά κατά μέσο όρο.
«Τα πρώιμα σημάδια αθηροσκλήρωσης που είναι ορατά στην κοιλιακή αορτή και το πάχος των εσωτερικών στρωμάτων της αορτής, είναι η καλύτερη μη επεμβατική ένδειξη για την αγγειακή υγεία στα παιδιά», επισημαίνουν οι ερευνητές. «H έρευνα αυτή επιβεβαιώνει γιατί όταν το βάρος της μητέρας είναι μεγαλύτερο του φυσιολογικού, επηρεάζεται αρνητικά η υγεία του παιδιού, αυξάνοντας την πιθανότητα για καρδιοπάθεια και εγκεφαλικό επεισόδιο», συμπεραίνουν οι επιστήμονες.
Η αύξηση του βάρους και η απώλεια της ελαστικότητας των αρτηριών συνιστά ένδειξη αθηρωματικής βλάβης, που αυξάνει αργότερα στη ζωή τον κίνδυνο για έμφραγμα, εγκεφαλικό επεισόδιο και άλλες επιπλοκές υγείας. Οι ερευνητές υπογραμμίζουν ότι στις ανεπτυγμένες χώρες περισσότερες από τις μισές μητέρες, όταν γεννάνε, έχουν περιττά κιλά.
Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο Archives of Disease in Childhood.