Το πείραμα του ανέκφραστου προσώπου (the still face experiment) διεξήχθη το 1975 από τον τότε διευθυντή του τμήματος ανάπτυξης παιδιού του Πανεπιστημίου του Harvant, Edward Tronick και τους συνεργάτες του. Στόχος του πειράματος ήταν να αποδειχθεί η αλληλεπίδραση μητέρας-βρέφους στα πρώτα χρόνια της ζωής.
Στο πείραμα συμμετείχαν μία μαμά με το ενός έτους μωράκι της. Όπως θα δείτε και από το βίντεο, στη αρχή μαμά και μωρό «αλληλεπιδρούσαν» παίζοντας, κάνοντας γκριμάτσες και γελώντας. Μέχρι εκεί όλα καλά.
Τι συμβαίνει όμως όταν ξαφνικά η μαμά είναι ανέκφραστη; Πως αντιδρά το μωρό της;
Το μωρό στην αρχή δεν καταλαβαίνει τι έχει συμβεί και συνεχίζει τα παιχνίδια με την μαμά του. Παρατηρεί την αλλαγή της αλλά συνεχίζει να προσπαθεί να τραβήξει την προσοχή της… της γελάει, βγάζει κραυγές προσπαθώντας να επικοινωνήσει μαζί της, απλώνει τα χεράκια του… Όταν αντιλαμβάνεται ότι η μαμά δεν συμμετέχει και δεν ανταποκρίνεται στο «κάλεσμά» του απογοητεύεται και κλαίει.
Όταν η μαμά αποκτά πάλι το παιχνιδιάρικο ύφος της, το μωρό ανταποκρίνεται αμέσως, σταματάει το κλάμα και συνεχίζει το παιχνίδι μαζί της.
Σύμφωνα με τον Edward Tronick, το συναισθηματικό «πάρε δώσε», η ψυχική αλληλεπίδραση ξεκινάει από την πρώτη ανάσα, το πρώτο βλέμμα της ζωής, τα πρώτα βρεφικά σκιρτήματα. Η φύση της ανθρώπινης ψυχής μαρτυρά από την νεογνική ακόμα ηλικία την ανάγκη της για επαφή, για ανταλλαγή συναισθημάτων, για αγάπη, χαρά και τρυφερότητα. Και αυτό που είναι σίγουρο, αυταπόδεικτο και αναμφισβήτητο είναι πως όσο πιο ζεστή κι αληθινή είναι η ανθρώπινη επικοινωνία τόσο πιο ωφέλιμη, ευεργετική και χρήσιμη είναι, ενώ η απουσία της όπως και η κακοπροαίρετα εκφρασμένη εκδοχή της, δημιουργεί δυσαρμονικές κι επώδυνες καταστάσεις με βλαπτικές και πολλές φορές μη αναστρέψιμες συνέπειες για το παιδί.