Η δυσλεξία είναι μια μαθησιακή δυσκολία, κατά την οποία καθυστερεί ή εμποδίζεται η εκμάθηση γραφής και ανάγνωσης από παιδιά που έχουν όλες τις ικανότητες και δυνατότητες για τις εργασίες αυτές. Είναι δηλαδή παιδιά με κανονική ή και ανώτερη νοημοσύνη, χωρίς προβλήματα στην όραση ή στην ακοή. Τα συμπτώματα μπορεί να επηρεάζουν πολλούς τομείς της μάθησης και της εκπαιδευτικής δραστηριότητας, και μπορεί να περιγραφεί ως ειδική δυσκολία στην ανάγνωση, στην ορθογραφία και στη γραπτή γλώσσα. Ο χειρισμός των αριθμών και των μουσικών σημείων, οι κινητικές λειτουργίες και οι οργανωτικές δεξιότητες μπορεί ακόμα να εμπλέκονται. Ο δυσλεξικός μαθητής συνήθως … …Έχει μέση μέχρι πολύ υψηλή νοημοσύνη, που χαρακτηρίζει όλες τις πλευρές της καθημερινής του ζωής. …Σύμφωνα με τη συμπεριφορά του στο σχολείο και στο σπίτι, δείχνει πως είναι πολύ πιο έξυπνος και δημιουργικός από ο, τι φανερώνει η επίδοσή του στην ανάγνωση, τη γραφή και μερικές φορές την αριθμητική. …Είναι συνήθως το παρεξηγημένο παιδί, που χαρακτηρίζεται συχνά ως τεμπέλικο, ανυπάκουο, αδιάφορο για σχολική μάθηση και ίσως ως «επαναστάτης» της τάξης. Ενδείξεις της δυσλεξίας Αντιστροφές γραμμάτων – αριθμών (ε αντί για 3). Αντιμεταθέσεις ή παραλείψεις ή προσθήκες γραμμάτων (ή συλλαβών) στην ίδια λέξη (λομηι ή λο ή μηλολο αντί για μήλο). Καθρεπτική ανάγνωση ή γραφή (εμ αντί με). Αντικαταστάσεις λέξεων με άλλες παρεμφερούς σημασίας (διαβάζουν ή γράφουν κοντός αντί για χαμηλός). Επιπλέον, τα δυσλεκτικά παιδιά δυσκολεύονται να μάθουν πίνακες, σειρές ονομάτων (π. χ. ημέρες της εβδομάδας, μήνες του χρόνου) καθώς επίσης δυσκολεύονται να αντιγράψουν από τον πίνακα ή από σημειώσεις.
Η φυσιολογική λεκτική εξέλιξη του παιδιού
1,5 έως 2 χρόνων:
– Αρχίζει να αρθρώνει τα σύμφωνα Π, Μ, Χ, Γ, ΜΠ.
– Αρθρώνει 20-50 λέξεις
– Κάνει ερωτήσεις με 2 λέξεις.
– Σχηματίζει πρόταση με 2 λέξεις.
– Κατανοεί σύνθετες εντολές (βάλε το παιχνίδι στη θέση του).
2 έως 3 χρόνων:
– Αρχίζει να αρθρώνει τα σύμφωνα και τα φωνητικά συμπλέγματα Κ, ΓΚ, ΝΤ, Τ, Φ.
– Αρθρώνει μέχρι και 300 λέξεις.
– Σχηματίζει πρόταση με 3 λέξεις.
– Κάνει ερωτήσεις (Τι; Πού; Γιατί;).
– Παρακολουθεί διάλογο.
3 έως 4 χρόνων:
– Ξεκινά να προφέρει τα Ρ, Σ, Λ, Ξ, Ψ (δεν τα καταφέρνει πάντα).
– Αρθρώνει μέχρι και 500 λέξεις.
– Αφηγείται μέρος μιας ιστορίας.
4 έως 5 χρόνων:
– Αρθρώνει σχεδόν όλα τα φωνήματα, εκτός ίσως από το Ρ και ορισμένα φωνητικά συμπλέγματα.
– Το λεξιλόγιό του φτάνει τις 1.000 λέξεις.
– Σχηματίζει μεγαλύτερες και πιο σύνθετες προτάσεις.
5 έως 6 χρόνων:
– Αρθρώνει σχεδόν όλα τα συμφωνικά συμπλέγματα.
– Αρθρώνει πολυσύλλαβες λέξεις.
– Χρησιμοποιεί σωστά τους γραμματικούς – συντακτικούς κανόνες.
– Αφηγείται με άνεση μια ιστορία.
Πώς να αντιμετωπίσουμε τη δυσλεξία Η έγκυρη αναγνώριση και συνειδητοποίηση από τους γονείς των ψυχολογικών, εκπαιδευτικών και κοινωνικών παραγόντων που εμπλέκονται στο πρόβλημα του παιδιού τους είναι το πιο σημαντικό εφόδιο στην προσπάθεια σχεδιασμού μιας αποτελεσματικής παρέμβασης, που κυρίως στοχεύει να ενισχύσει την αίσθηση ικανότητας, αυτάρκειας και προσωπικού ελέγχου που έχει το παιδί για ο, τι αφορά τη ζωή του. Οι προσπάθειες, τόσο των γονιών όσο και των εκπαιδευτικών, θα πρέπει να έχουν ως γνώμονα και τελικό στόχο: Τη διαμόρφωση στο σπίτι και στο σχολείο ενός περιβάλλοντος όπου το παιδί όχι μόνο θα πετύχει, αλλά και θα βιώσει αυτή του την επιτυχία ως αποτέλεσμα κυρίως των δικών του προσπαθειών και ικανοτήτων. Για να συμβεί αυτό, πρέπει να ενδυναμώσουμε το παιδί και να ενισχύσουμε την αίσθηση ότι έχει το ίδιο προσωπικά τον έλεγχο και την ευθύνη για τη ζωή του. Οι γονείς δεν πρέπει να κάνουν εκείνοι τη «δουλειά» του παιδιού, αλλά να το βοηθήσουν να οργανώσει τις προσπάθειες και τις δυνάμεις του με τέτοιον τρόπο, ώστε να επιτύχει μόνο του το επιθυμητό αποτέλεσμα. Με αυτό τον τρόπο, επικοινωνούν στο παιδί την αποδοχή και την εκτίμησή τους, ενισχύουν την αυτοπεποίθησή του, βοηθούν στην εσωτερική του ηρεμία, το κινητοποιούν να πετύχει περισσότερα, ενώ ενθαρρύνουν την αυτονομία του. Τη δημιουργία ενός περιβάλλοντος που ενισχύει την πεποίθηση στο παιδί ότι τα λάθη και οι αποτυχίες δεν είναι μόνο αποδεκτά, αλλά και αναμενόμενα, και πρέπει να τα βλέπουμε ως ευκαιρίες για μάθηση. Με άλλα λόγια, να επιδιώκουμε να πείσουμε τα παιδιά που είναι ευάλωτα σε αποτυχίες – πολλά εκ των οποίων νιώθουν ηττημένα και κουρασμένα μετά από χρόνια απογοητεύσεων και αποτυχιών – ότι οι αποτυχίες τους μπορεί να τα οδηγήσουν στην επιτυχία. Την επίτευξη ενός δημιουργικού διαλόγου με το παιδί, ο οποίος θα ενισχύσει το κριτικό του πνεύμα και την πληροφόρησή του σχετικά με τη χρήση αποτελεσματικών «τεχνικών μάθησης» και επικοινωνίας. Συναισθηματικές αντιδράσεις των γονιών, όπως ο θυμός, η γελοιοποίηση ή ο χλευασμός του παιδιού, πρέπει να αποφεύγονται. Ο γονιός δεν πρέπει να ξεχνά ότι το παιδί έχει πρόβλημα με τον έλεγχο της συμπεριφοράς του. Αντί να του πει: «Εάν προσπαθούσες περισσότερο, θα τα πήγαινες καλύτερα…» ή «Εάν έδειχνες πιο συχνά την απαραίτητη προσοχή και δεν τεμπέλιαζες, θα είχες καλύτερες επιδόσεις στο σχολείο», θα ήταν πιο αποτελεσματικό να του πει: «Νομίζω ότι προσπαθείς, πιστεύω όμως ότι το πρόβλημα μπορεί να οφείλεται στο ότι οι τρόποι / τεχνικές που χρησιμοποιείς για να μάθεις δεν είναι οι καλύτερες δυνατές». Τέτοιου είδους σχόλια βοηθούν το παιδί να σκεφτεί, χωρίς να προκαλούν την επιθετικότητά του ή να ενισχύουν την άρνησή του.
Τα ειδικά τεστ
Υπάρχουν διάφορα τεστ, τα οποία εξετάζουν όλο το νοητικό προφίλ του παιδιού. Πώς σκέφτεται λεκτικά, πώς σκέφτεται πρακτικά, και ανάλογα με τις αντιδράσεις του ο ειδικός καταλαβαίνει αν έχει προβλήματα τα οποία χρειάζονται ειδική αντιμετώπιση και συμβουλεύει τους γονείς ακριβώς τι να κάνουν για να περιορίσουν τις συγκεκριμένες δυσκολίες. Οπωσδήποτε, το να έχει ένα παιδί μια ειδική μαθησιακή δυσκολία δεν δείχνει κάποια μειονεξία, το αντίθετο μάλιστα, σημαίνει ότι έχει το χάρισμα να σκέφτεται με πολυδιάστατο τρόπο. Όπως, για παράδειγμα, ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι και ο Γουόλτ Ντίσνεϊ που ήταν δυσλεκτικοί. Όμως, συχνά οι γονείς, επειδή δεν γνωρίζουν πολλά, φοβούνται να το ερευνήσουν έγκαιρα και περιμένουν να το αντιμετωπίσουν όταν το παιδί τελειώνει το Δημοτικό και πάει στο Γυμνάσιο, όπου τότε είναι λίγο αργά.
Με τη συνεργασία της Ελισάβετ Κυριακοπούλου (Μ. S. CCC – SLP παθολόγος λόγου και ομιλίας).