Οι ερευνητές κατέληξαν σε αυτό το συμπέρασμα, παίζοντας στα μωρά έναν ηχογραφημένο φθόγγο που επαναλαμβανόταν. Η ηχογράφηση μιμούνταν άλλοτε τους ήχους που κάνουν οι ενήλικες και άλλοτε τα μωρά. Ορισμένα από τα μωρά εξέφρασαν την προτίμησή τους στον μωρουδίστικο ήχο με πολλούς τρόπους. Όταν για παράδειγμα έπαιζε ο ενήλικος ήχος, τα πρόσωπά τους παρέμεναν ανέκφραστα. Όταν όμως ξεκινούσε να παίζει ο ήχος του μωρού, εκείνα χαμογελούσαν και κουνούσαν το στόμα τους ενώ άκουγαν την ηχογράφηση. Στην έρευνα, η οποία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Developmental Science, οι ερευνητές αναφέρουν πως τα μωρά φαίνεται να αναγνωρίζουν ότι ο ήχος του μωρού είναι ένας ήχος που θα μπορούσαν να καταφέρουν να παράγουν και τα ίδια. Η επικεφαλής της έρευνας, Δρ. Linda Polka, πιστεύει πως οι γονείς έχουν ένστικτο και το καταλαβαίνουν αυτό, γι’ αυτό και χρησιμοποιούν ψιλή φωνή και μωρουδίστικη γλώσσα όταν μιλούν. Είναι ο τρόπος μας να τα προετοιμάσουμε να αντιληφθούν τη δική τους φωνή. «Ως ενήλικες, χρησιμοποιούμε τη γλώσσα για να επικοινωνήσουμε. Όταν όμως ένα νεογέννητο ξεκινά να μιλά και να παράγει ήχους ομιλίας, αυτό το κάνει περισσότερο λόγω εξερεύνησης και όχι επικοινωνίας», προσθέτει η Δρ. Polka. «Για την ακρίβεια, τα μωρά συνήθως εκφράζονται με ήχους όταν νιώθουν μοναξιά, δεν αλληλεπιδρούν ή δεν έχουν οπτική επαφή με κάποιον. Αυτό συμβαίνει επειδή τα μωρά χρειάζεται να κουνήσουν πολύ το στόμα τους και τις φωνητικές τους χορδές για να κατανοήσουν τους ήχους που τα ίδια παράγουν». «Χρειάζεται, κυριολεκτικά, να «βρουν τη δική τους φωνή». Σε μία προηγούμενη μελέτη από το Charles Sturt University της Αυστραλίας, μωρά ηλικίας έξι έως 18 μηνών ήταν σε θέση να επικοινωνήσουν μεταξύ τους, χωρίς να έχουν μάθει ακόμη να μιλάνε, μέσα από χειρονομίες και ήχους, αστεία και κοινό παιχνίδι, στο πλαίσιο διαφόρων πειραμάτων. Πηγή: huffingtonpost.co.uk