Το μητρικό στρες κατά το δεύτερο τρίμηνο της κύησης μπορεί να επηρεάσει το αναπτυσσόμενο νευρικό σύστημα του εμβρύου, τόσο πριν όσο και μετά την γέννα, με επακόλουθες επιδράσεις στην προσωπικότητα του παιδιού, όπως μικρότερη ικανότητα ρύθμισης των συναισθημάτων του.
Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει αμερικανική μελέτη που δημοσιεύεται στο επιστημονικό έντυπο Development and Psychopathology.
Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια στο Σαν Φρανσίσκο μελέτησαν τα επίπεδα άγχους 151 χαμηλού έως μεσαίου εισοδήματος γυναικών που διένυαν από την 12η έως την 24η εβδομάδα της κύησης.
Οι επιστήμονες παρακολούθησαν τις γυναίκες σε όλη τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και μετά τον τοκετό και συνέκριναν τα αναφερόμενα επίπεδα άγχους τους κατά την κύηση με τα παρατηρούμενα επίπεδα άγχους στο νεογνό, όταν αυτό ήταν έξι μηνών. Συγκεκριμένα, καταγράφηκε ο καρδιακός ρυθμός των νεογνών ενώ οι μητέρες τα κοίταζαν στο πρόσωπο ώστε να υπάρχει αλληλεπίδραση ή τα ακουμπούσαν για δύο λεπτά αφότου είχαν παίξει για λίγο μαζί τους.
Οι μητέρες ανέφεραν τον αριθμό των στρεσογόνων γεγονότων που είχαν βιώσει κατά την κύηση, όπως ασθένεια, προβλήματα σχέσεων, νομικά θέματα και δυσκολίες στο σπίτι. Τα παιδιά των μητέρων με τον υψηλότερο αριθμό στρεσογόνων γεγονότων ήταν 22% πιο αντιδραστικά από εκείνα των γυναικών που είχαν αναφέρει τον μικρότερο αριθμό στρεσογόνων γεγονότων. «Η υψηλή αντιδραστικότητα που αποτυπωνόταν στην υψηλή διακύμανση του καρδιακού παλμού συνδυαστικά με τον αναπνευστικό ρυθμό, είναι ένδειξη μεγαλύτερης μείωσης στην δραστηριότητα του παρασυμπαθητικού νευρικού συστήματος σε μια πρόκληση», εξηγεί η κύρια συγγραφέας της μελέτης Δρ Νικολ Μπους. Το παρασυμπαθητικό νευρικό σύστημα δίνει στο σώμα την ικανότητα να ξεκουράζεται και συντελεί στην πέψη των τροφών, επιβραδύνοντας τον καρδιακό παλμό με παράλληλη αύξηση της δραστηριότητας των αδένων και του γαστρεντερικού συστήματος. «Αυτό δεν είναι αυτομάτως καλό ή κακό, αλλά είναι γνωστό ότι όταν είναι υπεδραστήρια τα παιδιά τίθενται σε κίνδυνο διαφόρων ψυχοπαθολογικών προβλημάτων, συγκεκριμένα άγχους και κατάθλιψης, καθώς και διασπαστικής συμπεριφοράς, ειδικά αν έχουν ζήσει σε αρνητικά οικογενειακά και σχολικά περιβάλλοντα», συμπληρώνει. Τέλος, τα ερωτηματολόγια που είχαν συμπληρώσει οι 151 μητέρες έδειξαν ότι εκείνες με τα υψηλότερα επίπεδα άγχους στην κύηση και μετά τον τοκετό, είχαν αποκτήσει παιδιά με χαμηλότερα επίπεδα διάθεσης για προσέγγιση και αλληλεπίδραση με το εξωτερικό περιβάλλον, καθώς και να γελούν ή να χαμογελούν. Τα ίδια είχαν επιπλέον χαμηλότερα επίπεδα αυτορύθμισης, ικανότητας δηλαδή να ελέγχουν τα συναισθήματά τους, συγκριτικά με τα παιδιά που είχαν γεννηθεί από μητέρες με λιγότερο άγχος κατά τη διάρκεια και μετά την κύηση. Πηγή: in.gr