Παρά το γεγονός ότι βαίνουμε προς το καλοκαίρι και θεωρητικά θα έπρεπε τα κρούσματα ιλαράς να παρουσιάσουν πτωτική τάση, δυστυχώς η καταγραφή κρουσμάτων συνεχίζεται. Οι υγειονομικές αρχές είναι σε διαρκή ετοιμότητα υπενθυμίζοντας την αναγκαιότητα του εμβολιασμού, δεδομένου ότι και η χώρα μας συγκαταλέγεται μεταξύ των κρατών της Ευρώπης που έχει θρηνήσει θύματα. Σύμφωνα με τα επιδημιολογικά δεδομένα του ΚΕΕΛΠΝΟ, σε διάστημα ενός έτους έχουν ήδη καταγραφεί 2.819 κρούσματα ιλαράς, με μεγαλύτερη συχνότητα στη Νότια Ελλάδα. Στη μεγάλη πλειονότητα πρόκειται για άτομα Ελληνικής υπηκοότητας (κυρίως μικρά παιδιά από κοινότητες Ρομά και άτομα από το γενικό πληθυσμό κυρίως στην ηλικιακή ομάδα 25-44 ετών) που δεν έχουν ανοσία στην ιλαρά, μεταξύ των οποίων και επαγγελματίες υγείας που ήταν ανεμβολίαστοι ή ατελώς εμβολιασμένοι. Πάντως, το τελευταίο διάστημα έχει παρατηρηθεί αύξηση των κρουσμάτων ιλαράς και στη Βόρεια Ελλάδα. Επίσης, έχουν καταγραφεί τέσσερις θάνατοι σε εργαστηριακά επιβεβαιωμένα κρούσματα ιλαράς. Ο πρώτος αφορούσε σε βρέφος Ρομά 11 μηνών, ανεμβολίαστο, με υποκείμενη δυστροφία, το οποίο κατέληξε με κλινική εικόνα σηψαιμίας. Ο δεύτερος αφορούσε σε 17χρονο Ρομά, ανεμβολίαστο, που κατέληξε με κλινική εικόνα εγκεφαλίτιδας. Ο τρίτος αφορούσε σε 35χρονη γυναίκα, από τογενικό πληθυσμό, με αναφερόμενο εμβολιασμό με μία δόση εμβολίου ιλαράς, που κατέληξε λόγω πνευμονίας και αναπνευστικής ανεπάρκειας. Και ο τέταρτος αφορούσε 18χρονο άνδρα, από τον γενικό πληθυσμό, με υποκείμενη ανοσολογική ανεπάρκεια, πλήρως εμβολιασμένο, που κατέληξε λόγω πνευμονίας και αναπνευστικής ανεπάρκειας.
Η ιλαρά είναι ιογενής λοίμωξη που οφείλεται στον ιό της ιλαράς. Πρόκειται για RNA ιό που ανήκει στην ομάδα των παραμυξοϊών του γένους Morbillivirus. Ο ιός εισέρχεται στον οργανισμό από το αναπνευστικό σύστημα και εγκαθίσταται στον αναπνευστικό βλεννογόνο και τους επιχώριους λεμφαδένες όπου και πολλαπλασιάζεται. Στη συνέχεια μεταφέρεται με τη λεμφική οδό στο αίμα και με αυτό σε διάφορα όργανα. Ο ιός απενεργοποιείται γρήγορα από τη ζέστη, το φως, το όξινο pH και τη θρυψίνη. Ο χρόνος επιβίωσής του στον αέρα ή σε επιφάνειες αντικειμένων είναι μικρότερος των 2 ωρών. Τα κρούσματα ιλαράς εμφανίζονται συνήθως στο τέλος του χειμώνα και τις αρχές της άνοιξης και η νόσος είναι πιο σοβαρή σε βρέφη και ενήλικες κυρίως λόγω επιπλοκών. Σύμφωνα με το ΚΕΕΛΠΝΟ, «Οι κλινικές εκδηλώσεις της νόσου διακρίνονται 3 στάδια: το πρόδρομο (καταρροϊκό), το εξανθηματικό και το στάδιο της αποδρομής. Το πρόδρομο (καταρροϊκό) στάδιο, διαρκεί 2-4 ημέρες, χαρακτηρίζεται από πυρετό, έντονα καταρροϊκά συμπτώματα (δακρύρροια, ρινόρροια, πταρμό), βήχα, επιπεφυκίτιδα και φωτοφοβία. Το εξανθηματικό στάδιο διαρκεί 5-6 ημέρες και χαρακτηρίζεται από έκθυση κηλιδοβλατιδώδους εξανθήματος το οποίο στην αρχή είναι αραιό, ροδαλό και τα στοιχεία αφορίζονται σαφώς μεταξύ τους ενώ στη συνέχεια γίνονται ερυθρά και συρρέουν αλλά εξακολουθούν να αφορίζονται μεταξύ τους με υγιές δέρμα. Η έκθυση του εξανθήματος γίνεται κατά ώσεις και συνήθως αρχίζει πίσω από τα αυτιά, γρήγορα εξαπλώνεται στο πρόσωπο, τον κορμό και τα άκρα. Το στάδιο της αποδρομής (ανάρρωσης) χαρακτηρίζεται από πτώση του πυρετού και εξαφάνιση του εξανθήματος σταδιακά με τη σειρά έκθυσης δηλαδή σβήνει πρώτα από το πρόσωπο και τελικά από τα άκρα. Σε μερικές περιπτώσεις παρατηρείται λεπτή απολέπιση του δέρματος εκτός από τις παλάμες και τα πέλματα». Η μετάδοση της ιλαράς γίνεται κυρίως αερογενώς από άτομο σε άτομο με σταγονίδια που αποβάλλουν οι ασθενείς και σπανιότερα με αντικείμενα που μολύνθηκαν πολύ πρόσφατα από ρινικές και φαρυγγικές εκκρίσεις.
Περίπου 30% των περιπτώσεων ιλαράς έχουν μια ή περισσότερες επιπλοκές που είναι συχνότερες σε παιδιά <5 ετών και ενήλικες >20 ετών. Οι συχνότερες επιπλοκές εμφανίζονται από το πεπτικό, αναπνευστικό και το ΚΝΣ. Από το πεπτικό εμφανίζεται διάρροια (8%) και σπανίως παροδική ηπατίτιδα. Σοβαρότερες επιπλοκές είναι η πνευμονία ιογενής (γιγαντοκυτταρική) ή δευτεροπαθής από μικρόβια (συχνότητα 6%) η οποία αποτελεί και τη συχνότερη αιτία θανάτου, η οξεία μέση πυώδης ωτίτιδα (7%), η οξεία εγκεφαλίτιδα (0,1%) που προβάλλει με υπερπυρεξία, ανησυχία, διέγερση, θόλωση της διάνοιας, σπασμούς και κώμα. Οι ενήλικες νοσούν σπάνια από ιλαρά αλλά σοβαρότερα από τα παιδιά. Οι επιπλοκές αφορούν κυρίως το αναπνευστικό: πνευμονία (30%), μέση πυώδης ωτίτιδα (29%), ιγμορίτιδα (25%). Η νόσηση κατά την εγκυμοσύνη σχετίζεται με αποβολή του εμβρύου, πρόωρο τοκετό, χαμηλού βάρους γέννησης νεογνό. Η θνητότητα στις αναπτυσσόμενες χώρες αγγίζει το 25%.
Η τελευταία επιδημία ιλαράς στην Ελλάδα, και κατά την οποία θρηνήσαμε θύματα, ήταν το 1978-1979. Έκτοτε, σποραδικό κρούσματα καταγράφονταν από το ΚΕΕΛΠΝΟ. Για παράδειγμα, την περίοδο 2014-15 είχε δηλωθεί μόλις ένα κρούσμα, ενώ το 2016 κανένα. Ωστόσο, σύμφωνα το Ευρωπαϊκό Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων το διάστημα 2016-18 (μέχρι και τον μήνα Μάρτιο) έχουν καταγραφεί 20.000 περιστατικά και 50 θάνατοι. Μεγαλύτερη ήταν η επιβάρυνση για τη Ρουμανία με 10.623 κρούσματα και 38 θανάτους και ακολούθως η Ιταλία με 5.004 κρούσματα και 4 θανάτους. Ελληνικοί και ευρωπαϊκοί επιστημονικοί φορείς έχουν κατ’ επανάληψη επισημαίνει ότι το αντιεμβολιαστικό κίνημα που από τα τέλη της δεκαετίας του ’90 έχει επηρεάσει τις υγειονομικές πρακτικές σε πολλές χώρες, περιλαμβανομένης και της Ελλάδας, ευθύνεται εν μέρει για την επανεμφάνιση πολλών «ξεχασμένων» ασθενειών, όπως η ιλάρα. Σύμφωνα με την Ελληνική Παιδιατρική Εταιρεία, το αντιεμβολιαστικό κίνημα που αναπτύχθηκε θα αποτελέσει αιτία για την επανεμφάνιση παλιών λοιμώξεων, λόγω άρνησης των γονιών να εμβολιάσουν τα παιδιά τους και προσθέτει ότι «κρούσματα εμφανίζονται όταν η εμβολιαστική κάλυψη του πληθυσμού ελαττωθεί κάτω του 90% με δύο δόσεις εμβολίου. Από τα επίσημα στοιχεία προκύπτει ότι τα μη εμβολιασμένα άτομα ανέρχονται σε ποσοστό 20%. Σε περίπτωση που αυξηθούν, θα εμφανισθεί επιδημία ιλαράς και θα θρηνήσουμε θύματα». Ωστόσο, σε ότι αφορά την Ελλάδα που τα κρούσματα αφορούν κυρίως μικρά παιδιά από κοινότητες Ρομά και άτομα από το γενικό πληθυσμό κυρίως στην ηλικιακή ομάδα 25-44 ετών, οι ειδικοί εξηγούν ότι αυτό είναι απόρροια, στην πρώτη περίπτωση της γενικότερης ελλιπούς προληπτικής υγειονομικής φροντίδας των κοινοτήτων Ρομά, ενώ στην περίπτωση των ενηλίκων ευθύνεται ο ατελής εμβολιασμός.
Το ΚΕΕΛΠΝΟ υπενθυμίζει ότι ο καλύτερος τρόπος προστασίας από την ιλαρά είναι ο εμβολιασμός. Για το λόγο αυτό συστήνεται ο εμβολιασμός με το μικτό εμβόλιο της ιλαράς-παρωτίτιδας-ερυθράς (MMR) των παιδιών, των εφήβων και των ενηλίκων που δεν έχουν εμβολιαστεί με τις απαραίτητες δόσεις. Σύμφωνα με το Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών, παιδιά, έφηβοι και ενήλικες που έχουν γεννηθεί μετά το 1970 και δεν έχουν ιστορικό της νόσου πρέπει να είναι εμβολιασμένοι με δύο δόσεις του εμβολίου για την ιλαρά. Η πρώτη δόση του εμβολίου γίνεται σε ηλικία 12 μηνών και η δεύτερη τρεις μήνες μετά ή εφόσον έχει παρέλθει το διάστημα αυτό, το ταχύτερο δυνατόν. Σε περιπτώσεις υψηλού κινδύνου, η δεύτερη δόση μπορεί να γίνει με μεσοδιάστημα τουλάχιστον τεσσάρων εβδομάδων από την πρώτη.