Έρευνες δείχνουν ότι υπάρχουν αρκετά γνωστικά, οικονομικά και ακαδημαϊκά πλεονεκτήματα στο να είναι κάποιος δίγλωσσος. Οι γονείς που μιλούν διαφορετική γλώσσα καταλαβαίνουν ότι το σπίτι είναι το μέρος όπου το παιδί μπορεί να μάθει και τις δύο και αναζητούν διάφορους τρόπους που οδηγούν στην τελειοποίηση της εκμάθησης. Η πιο γνωστή προσέγγιση είναι ‘ένας γονιός, μία γλώσσα’ ώστε το παιδί να τις μάθει ταυτόχρονα.
Η δημοφιλία αυτής της μεθόδου βασίζεται στην απλότητα και την κοινή λογική ενώ ταυτόχρονα είναι συνεπής. Αλλά όταν βλέπουμε το παιδί να χρησιμοποιεί τις γλώσσες και να προσαρμόζεται ενεργά, δημιουργούνται αμφιβολίες στο κατά πόσο είναι κακό να ‘ανακατεύει’ τις δύο γλώσσες του σπιτιού. Και προκύπτει ότι διαθέτει προσαρμοστικότητα υψηλού επιπέδου και διαπροσωπικές ικανότητες. Μπορεί να αρνείται να μιλήσει μία γλώσσα όταν θυμώνει ή να καλοπιάνει τον ένα γονιό χρησιμοποιώντας τη μητρική του αποδεικνύοντας ότι το θέμα δεν είναι μόνο γνωστικό, αλλά και κοινωνικό. Επίσης, μήπως περιορίζονται και οι ίδιοι οι γονείς που δεν μπορούν να είναι δίγλωσσοι αν το επιθυμούν και δεν εξασκούν την άγνωστη σε αυτούς γλώσσα.