Σύμφωνα με καναδική μελέτη που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό έντυπο New England Journal of Medicine, όσες εγκυμονούσες γυναίκες παρουσιάζουν ανεπάρκεια βιταμίνης D, δεν θα βοηθήσουν στην ανάπτυξη του εμβρύου ή του νεογνού αν λάβουν συμπληρώματα.
Η έρευνα του Νοσοκομείου Αρρώστων Παίδων του Τορόντο έγινε στο Μπαγκλαντές όπου η ανεπάρκεια βιταμίνης D είναι συχνή στις γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας και το 30% των νεογνών είναι μικρά ενώ η ανάπτυξη του 36% των βρεφών είναι επίσης βραδεία.
Οι ερευνητές του καναδικού νοσοκομείου, με επικεφαλής τον Δρ Ντάνιελ Ροθ μελέτησαν 1.300 γυναίκες στο Μπαγκλαντές που είχαν πάρει διάφορες δόσεις βιταμίνης D κατά τη διάρκεια της κύησης. Μερικές είχαν πάρει συμπλήρωμα μόνο στην εγκυμοσύνη, άλλες για 26 εβδομάδες μετά τη γέννα. Μια άλλη ομάδα είχε πάρει εικονικό σκεύασμα.
Μεταξύ των περισσοτέρων από 1.160 βρεφών που εξετάστηκαν έναν χρόνο μετά τη γέννα, οι ερευνητές δεν εντόπισαν διαφορές στο μέγεθος ανάλογα με την ηλικία, είτε οι μητέρες είχαν πάρει συμπλήρωμα βιταμίνης D, είτε εικονικό σκεύασμα κατά την κύηση. Επίσης δεν παρατηρήθηκαν διαφορές ως προς τα επίπεδα του ασβεστίου, της βιταμίνης D ή της μητρικής παραθυρεοειδικής ορμόνης.
Μερικές γυναίκες που είχαν λάβει την υψηλότερη δοσολογία, είχαν επίσης υψηλά επίπεδα ασβεστίου στα ούρα, κάτι που με τη σειρά του μπορεί να συντελέσει σε νεφρολιθίαση.