Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει η μελέτη Intensive Parenting: Fertility and Breastfeeding Duration in the United States που έγινε από το Πανεπιστήμιο Κορνελ της Νέας Υόρκης και το Κολέγιο Χαντερ και δημοσιεύεται στο επιστημονικό έντυπο Demography.
Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν μια αντιπροσωπευτική βάση δεδομένων της περιόδου 1979-2012 για σχεδόν 3.700 γυναίκες. Υπολόγισαν τη γονιμότητά τους για ένα χρόνο προ της πρώτης κύησης για να δούνε αν υπήρχε σχέση μεταξύ εκτιμώμενης μελλοντικής γονιμότητας και πραγματικού αποτελέσματος. Επίσης αξιολόγησαν τις διαφορές ως προς το θηλασμό και τη γονιμότητα, βάσει μορφωτικού επιπέδου, ηλικίας, οικογενειακής κατάστασης, οικογενειακού εισοδήματος και επαγγέλματος.
Από τη συνδυαστική ανάλυση των δεδομένων προέκυψε τελικά ότι, οι γυναίκες που θήλαζαν λιγότερο είχαν περισσότερες πιθανότητες να αποκτήσουν λιγότερα παιδιά, ενώ όσοι θήλαζαν περισσότερο ήταν πιθανότερο να γεννήσουν περισσότερα παιδιά από τις αρχικές εκτιμήσεις.
«Ο μεγαλύτερος χρονικά θηλασμός μας βοηθά να εντοπίσουμε μια ομάδα πολύ μορφωμένων γυναικών που φαίνεται να πετυχαίνουν και να ξεπερνούν τους στόχους τους ως προς την γονιμότητα, κάτι που με τη σειρά σημαίνει ότι η διάρκεια του θηλασμού μπορεί να κρύβει χαρακτηριστικά για την οικογένεια και την αναπαραγωγή αλλά και της συμφωνίας που κάνουν άνδρες και γυναίκες, όταν πρόκειται να αποκτήσουν οικογένεια», σημειώνεται στα συμπεράσματα της μελέτης.