Tο άγχος ή μία δύσκολη ψυχολογική διαταραχή στη διάρκεια της εγκυμοσύνης, μπορεί να επηρεάσει τον τρόπο που αντιδρά η γυναίκα με αποτέλεσμα να αυξάνεται το σάκχαρο στο αίμα της και αυτό να επηρεάζει μακροπρόθεσμα και το ίδιο το παιδί, και να εμφανίσει διαβήτη ή να εξελιχθεί σε υπέρβαρο άτομο στην ενήλικη ζωή.
Την επισήμανση αυτή έκανε ο καθηγητής Ενδοκρινολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, Γιώργος Μαστοράκος, παρουσιάζοντας στοιχεία από 12ετη μελέτη της Β’ Μαιευτικής και Γυναικολογικής Κλινικής του «Αρεταίειου» Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου.
Σύμφωνα με τον κ. Μαστοράκο, δεν είναι μόνο το στρες που προκαλεί την ανάπτυξη δυσάρεστων για την υγεία καταστάσεων στη ζωή του ανθρώπου που θα γεννηθεί, αλλά και το βάρος της εγκύου, καθώς επίσης ο τρόπος που τρέφεται.
«Ο διαβήτης κύησης ουσιαστικά είναι ένα καμπανάκι που χτυπάει στη γυναίκα, για να φροντίσει το βάρος και τη διατροφή της και μετά τον τοκετό. Ιδίως αν υπάρχει κληρονομικότητα στην οικογένεια, υπάρχουν αυξημένες πιθανότητες να εμφανίσει διαβήτη τύπου 2 στην ηλικία μετά τα 40. Αν η μητέρα αυξήσει το βάρος της και εμφανίσει διαβήτη κύησης, κινδυνεύει να κάνει υπέρβαρο μωρό, πάνω από 4 κιλά. Τότε αυτό το μωρό, μεταβολικά θα έχει μία προδιάθεση να μην μπορεί να χειριστεί ο οργανισμός του σωστά το σάκχαρο του», εξηγεί.
Αναφορικά με τα κιλά της εγκυμοσύνης ο καθηγητής Ενδοκρινολογίας στο ΕΚΠΑ λέει ότι «μία γυναίκα με φυσιολογικό βάρος δεν πρέπει να ξεπεράσει τα 10-12 κιλά, ενώ αντίθετα μία γυναίκα που μπαίνει σε μία εγκυμοσύνη υπέρβαρη, ίσως θα έπρεπε να χάσει και μερικά κιλά. Αυτό το λέω γιατί φαίνεται ότι το βάρος της μαμάς και ο τρόπος που διατρέφεται στη διάρκεια της εγκυμοσύνης, επηρεάζει τον τρόπο που διαμορφώνεται όλο το σύστημα αντιμετώπισης του σακχάρου μέσα στο έμβρυο, με αποτέλεσμα όταν αυτό γεννηθεί να κινδυνεύει να οδηγηθεί με τη σειρά του, στην ενήλικη ζωή, σε μία υπέρβαρη κατάσταση, και να αναπτύξει διαταραχές όπως σακχαρώδη διαβήτη ή μεταβολικό σύνδρομο».
Σύμφωνα με τον κ. Μαστοράκο, μία γυναίκα με φυσιολογικό βάρος στο πρώτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης δεν πρέπει να πάρει κανένα κιλό, στο δεύτερο τρίμηνο 4-5 κιλά και στο τρίτο τρίμηνο γύρω στα 6-7 κιλά. «Αυτή είναι η σωστή αύξηση του βάρους, ώστε όταν θα γεννηθεί το μωρό, η μητέρα να ξαναβρεί το φυσιολογικό της βάρος. Αν όμως μια γυναίκα ξεκινήσει υπέρβαρη μπορεί να της συστήσουμε να πάρει 6 ή 8 κιλά με βάση τα διεθνώς παραδεδεγμένα πρότυπα. Από την άλλη αν μια γυναίκα ξεκινήσει με πολύ χαμηλό βάρος, τότε μπορεί να της συστήσουμε να πάρει ακόμη και 16 κιλά. Εξαρτάται την περίπτωση».
Καλή ψυχολογία και άσκηση για καλή εγκυμοσύνη
Η καλή ψυχολογική κατάσταση της εγκύου και η ενασχόληση της με την άσκηση είναι δύο σημαντικοί παράγοντες για μία καλή κύηση, σύμφωνα με τον κ. Μαστοράκο. «Δεν θα πρέπει να θεωρήσει τον εαυτό της ασθενή, θα πρέπει να κάνει με βάση τις οδηγίες του μαιευτήρα της τις κατάλληλες ασκήσεις, κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, έτσι ώστε και το μυϊκό της σύστημα, αλλά και το καρδιαναπνευστικό να διατηρούνται στην καλύτερη δυνατή κατάσταση. Πρέπει δηλαδή μία γυναίκα να είναι σε φόρμα», διευκρινίζει.