Στην αίθουσα της τάξης, και όχι πάντα σε όλες, υπήρχε τότε το γνωστό «βάθρο», το οποίο ήταν στη πραγματικότητα ένα ξύλινο κασόνι 2 x 2, κατασκευασμένο με πλατιές σανίδες και μισό μέτρο ύψος. Φυσικά αν υπήρχε η δυνατότητα να υπάρχει και αυτό! Η κατασκευή του βάθρου ήταν γερή, γιατί έπρεπε αφενός να στηρίξει την έδρα με το δάσκαλο, αλλά παράλληλα να έχει και αρκετό ύψος, για να βλέπουν άνετα το δάσκαλο από κάτω όλοι οι μαθητές, ακόμα και εκείνοι στα τελευταία θρανία. Εκείνος φυσικά ήταν καθισμένος σε μία απλή ξύλινη καρέκλα πίσω από την «έδρα», και από εκεί παρέδιδε το μάθημά του.
Η δε έδρα κι αυτή ήταν ένα πολύ απλό ξύλινο τραπεζάκι με τέσσερα πόδια, και ήταν ένα μέτρο επί 60 εκατοστά. Το τραπέζι – έδρα αυτό σε πολλές περιπτώσεις είχε και ένα συρτάρι προς τη μεριά που καθόταν ο δάσκαλος, με τα απαραίτητα αντικείμενα χρήσιμα του δασκάλου, τεφτέρια, μολύβια, το απουσιολόγιο, η γόμα (κόλλα) λαστιχίδες (σβήστρες), εφεδρικές κιμωλίες κλπ. Έγχρωμες κιμωλίες δεν υπήρχαν ακόμα. Πάνω στην έδρα εκτός από το τετράδιο με τις σημειώσεις του δασκάλου και τα σχετικά βιβλία, ήταν ακουμπισμένη και η τσάντα του δασκάλου, όσοι διέθεταν ήταν αρχικά πάνινη σαν βούργια, και αργότερα δερμάτινη παρόμοια με εκείνη του ταχυδρόμου. Τσάντα δεν είχαν όλοι οι δάσκαλοι, και είχαν κυρίως όσοι πηγαινοέρχονταν από άλλα χωριά. Στη τσάντα του δασκάλου υπήρχε το καθημερινό του φαγητό. Bέβαια, σε κάθε αίθουσα δέσποζε πάντα πάνω από την έδρα στον τοίχο σε περίοπτη θέση η εικόνα του Χριστού στο Μυστικό Δείπνο, ή της Παναγίας ή του Χριστού.
Ο κοντυλοφόρος η πέννα και το μελανοδοχείο
Υπήρχε επίσης επάνω στην έδρα το «μελανοδοχείο» με τον «κοντυλοφόρο» που στην άκρη του είχε τη μεταλλική «πέννα» σαν ανταλλακτικό, το οποίο άλλαζε, όταν η πέννα στράβωνε. Αυτήν είχαν και οι μαθητές των μεγαλυτέρων τάξεων. Ο κοντυλοφόρος αρχικά ήταν ξύλινος, και αργότερα πλαστικός ή μεταλλικός. Παλιά μέχρι το ’62 περίπου, στα περισσότερα σχολεία της επαρχίας δεν υπήρχαν τα στυλό με την μπίλια στη μύτη. Στις μεγάλες πόλεις ίσως υπήρχαν από το ’60 και μετά. Το μελανοδοχείο περιείχε το μαύρο μελάνι , ήταν γυάλινο και τετράγωνο ή μακρόστενο, και το καπάκι του επίσης ήταν γυάλινο.
Τα παιδιά που είχαν μελανοδοχείο με την πέννα, σε κάθε γράμμα τη βουτούσαν στο μελάνι, την τίναζαν λίγο στο πλάι και έγραφαν. Ήταν επίπονη εργασία, ειδικά στα μικρότερα παιδιά μέχρι να συνηθίσουν. Συνήθως τα παιδιά το μελανοδοχείο το έβαζαν σε ειδικό τσαντάκι και το κρέμαγαν στη πλάτη. Πέννες τότε υπήρχαν διαφόρων ειδών. Εκείνες που έγραφαν χονδρά γράμματα, που λεγόταν και «χήνες», επειδή η μύτη τους κι αυτή ήταν πλατειά σαν τη μύτη της χήνας. Υπήρχαν και οι λεπτές πέννες που έγραφαν ψιλά γράμματα, και μια τέτοια πέννα λεγόταν «λεπτομυτάς». Υπήρχε επίσης η «πέννα του Χί», που είχε ένα Χ στη ράχη της, και «πέννα του πετεινού» που η μύτη της έμοιαζε με τη μύτη του πετεινού». Και αυτές είχαν να κάμουν με χονδρά ή ψιλά γράμματα.
Μετά το Ημερολόγιο: Αναγνωστικό, που έγινε ανάρπαστο, ΤΑ ΝΕΑ Σαββατοκύριακο σας προσφέρουν ένα από τα θρυλικά αλφαβητάρια του 20ού αιώνα: «Τα καλά παιδιά»
Το πρώτο αλφαβητάρι μετά τον Πόλεμο, από τον Επαμεινώνδα Γεραντώνη με την αριστουργηματική εικονογράφηση του Κώστα Γραμματόπουλου!
Ενα νοσταλγικό ταξίδι μόνο στα ΝΕΑ Σαββατοκύριακο!
Πάνω στην έδρα υπήρχε και το «στυπόχαρτο» που το αγόραζαν από ειδικό κατάστημα στη πόλη μαζί και τα μελάνια, και μαθητές το είχαν στην σάκα τους. Οι δάσκαλοι ή και τα πιο πλούσια παιδιά στο σπίτι τους το στυπόχαρτο το τοποθετούσαν σε ειδική μεταλλική βάση η οποία λεγόταν «ντυπόν». Εκείνοι που πουλάγανε στυπόχαρτα τα έκοβαν από μεγάλα φύλλα, και τα πούλαγαν σε κομμάτια 8 x13 ή 8 x 20 μήκος, και τα κομμάτια αυτά τα τοποθετούσαν οι δάσκαλοι ή οι μαθητές πάνω στα ντυπόν. Σαν ήθελαν να χρησιμοποιήσουν στυπόχαρτο, έκοβαν απλά ένα ανάλογο κομμάτι, και το τοποθετούσαν πάνω στο μελάνι μέχρι να το απορροφήσει.
Σε κάθε παλιού τύπου θρανίο, καθόταν συνήθως τρείς μαθητές, ανάλογα τον αριθμό των παιδιών ίσως και περισσότερα. Χωριστά σε άλλες σειρές τα αγόρια σε άλλες τα κορίτσια. Πάνω το θρανίο είχε τρείς ειδικές θέσεις για να στηρίζεται το μελανοδοχείο, μια και η επιφάνεια του ήταν λοξή. Ήταν δε ενιαία η επιφάνεια που ακουμπούσαν τα βιβλία με το κάθισμα όπου καθόταν οι μαθητές. Στο θρανίο του ο μαθητής είχε τη πάνινη τσάντα του, όμοια με ταγάρι, που την έφτιαχνε η μητέρα. Σε κάποια μέρη της Κρήτης όπως στη Μεσαρά τη σάκα αυτή την έλεγαν «ντάσκα».
Από τα σχολεία δεν έλειπε φυσικά η ψυχαγωγία του διαλείμματος όπου τα παιχνίδια όπως το σκοινάκι, το κουτσό, η μακριά γαϊδούρα κ.α, έδιναν στιγμές χαρά στους μικρούς μαθητές…
Πηγή: Cretan Magazine