Από τη στιγμή που γινόμαστε γονείς, οι ανησυχίες μας αυξάνονται κατά πολύ. Και ενώ η υγεία, η ευτυχία και η ασφάλεια του μωρού μας είναι αρκετά μεγάλες αγωνίες από μόνες τους, βρίσκουμε χρόνο να αγχωθούμε και για πράγματα που ανήκουν στο μακρινό μέλλον: Θα έχει το παιδί μας τις δεξιότητες για να γίνει ένας επιτυχημένος ενήλικας; Θα καταφέρουμε να διαμορφώσουμε έναν καλόκαρδο και ηθικό άνθρωπο; Θα είναι αρκετά τυχερό στις σχέσεις του με τους άλλους ανθρώπους;
Ιδίως η τελευταία απορία ενδέχεται να μας βασανίζει περισσότερο από τις υπόλοιπες, καθώς σε πρώτη ανάγνωση μοιάζει να βρίσκεται εντελώς έξω από τον έλεγχό μας. Ωστόσο, αν κάνουμε σωστά τη δουλειά μας ως γονείς, το παιδί μας όχι μόνο θα αναπτύξει κριτήρια ώστε να επιλέγει σωστά τους ανθρώπους που το περιβάλλουν, αλλά και θα έχει την αυτοπεποίθηση και τον ισχυρό χαρακτήρα που απαιτείται για να μπορεί να απεμπλακεί από τις τυχόν λάθος επιλογές του και να χτίζει υγιείς, ουσιαστικές σχέσεις με όσους το αξίζουν. Μάλιστα, είναι ο πρώτος χρόνος της ζωής του παιδιού μας, και συγκεκριμένα η σχέση του μαζί μας σε αυτό το διάστημα που κρίνει το κατά πόσον αυτό θα είναι εφικτό.
Τι είναι η προσκόλληση
Οι άνθρωποι είναι κοινωνικά όντα και έχουν ανάγκη τη σύνδεση με άλλους ανθρώπους για να ευτυχήσουν. Ο τρόπος με τον οποίο συνδεόμαστε και τα μοτίβα που ακολουθούν οι σχέσεις μας, αναπτύσσονται κατά την βρεφική μας ηλικία και τα πρώτα παιδικά μας χρόνια, με βάση τις εμπειρίες μας με τα άτομα που μας φροντίζουν σε αυτό το διάστημα. Με άλλα λόγια, η αλληλεπίδρασή μας με τους γονείς μας τον πρώτο χρόνο της ζωής μας δημιουργεί το πλαίσιο με βάση το οποίο αντιλαμβανόμαστε την αγάπη και αναπτύσσουμε σχέσεις σε όλη τη διάρκεια της ζωής μας.
Η έννοια της προσκόλλησης στηρίζεται σε δύο βασικούς πόλους: Από τη μία, συνίσταται στην ανάγκη των μωρών να αναπτύξουν έναν ισχυρό συναισθηματικό δεσμό με ένα ή δύο πρόσωπα προκειμένου να εξασφαλίσουν την προστασία τους από τους κινδύνους, και από την άλλη στην ικανότητα αυτών των προσώπων να λειτουργήσουν ως «ασφαλής βάση» από την οποία τα βρέφη θα μπορούν να απομακρύνονται για να ανακαλύπτουν τον κόσμο, γνωρίζοντας όμως ταυτόχρονα ότι θα βρίσκονται πάντοτε αρκετά κοντά ώστε να τα βοηθήσουν στις δυσκολίες.
Αυτό το ζωτικό χαρακτηριστικό της σχέσης των γονέων με τα παιδιά τους αναπτύσσεται από την πρώτη μέρα της ζωής του μωρού και σταθεροποιείται κατά τον όγδοο μήνα, όταν το παιδί αναπτύσσει τις απαιτούμενες γνωστικές δεξιότητες ώστε να αντιλαμβάνεται τη σχέση αιτίας – αποτελέσματος και το γεγονός ότι τα αντικείμενα εξακολουθούν να υπάρχουν ακόμη και όταν δεν βρίσκονται στο οπτικό μας πεδίο. Σε αυτό το στάδιο μαθαίνουν συμπεριφορές και συγκροτούν τους τρόπους που σκέφτονται και αντιδρούν συναισθηματικά σε σχέση με τους εαυτούς τους και τους άλλους σε διάφορες περιστάσεις. Ξεκινούν, δηλαδή, να αντιλαμβάνονται πώς λειτουργούν οι σχέσεις και αναπτύσσουν συγκεκριμένους τρόπους θεώρησης του κόσμου.
Ποια είναι και τι σημαίνουν τα είδη προσκόλλησης
Η ικανότητα των γονέων να ανταποκριθούν στις ανάγκες του μωρού τους με ευαισθησία και αμεσότητα κρίνει το είδος προσκόλλησης και κατά συνέπεια το είδος σχέσεων που θα αναπτύξει το μωρό στο μέλλον. Όταν οι ανάγκες των παιδιών καλύπτονται και ο δεσμός με τα άτομα που τα φροντίζουν είναι ισχυρός και χαρακτηρίζεται από θετικά συναισθήματα, η ασφάλεια και η σιγουριά που νιώθουν τα κάνουν να αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους ως άξια αγάπης και υποστήριξης και τα βοηθά να αποκτήσουν εμπιστοσύνη στις ικανότητές τους. Αυτή η μορφή σύνδεσης με τους γονείς ονομάζεται «ασφαλής προσκόλληση» και θέτει τα θεμέλια για την εξέλιξη των παιδιών σε ανεξάρτητους ενήλικες που μπορούν να ελέγξουν τα συναισθήματά τους, εκτιμούν τον εαυτό τους και είναι σε θέση να δημιουργήσουν υγιείς κοινωνικές σχέσεις.
Τα βρέφη που μεγαλώνουν σε ένα περιβάλλον που δεν τους εμπνέει τέτοιου είδους βεβαιότητες, αναπτύσσουν έναν ανασφαλή δεσμό προσκόλλησης, ο οποίος μπορεί να είναι είτε απορριπτικός/αποφευκτικός είτε αγχώδης/αμφιθυμικός. Στην πρώτη περίπτωση, οι ανάγκες του μωρού δεν καλύπτονται και τα έντονα συναισθήματά του αντιμετωπίζονται με κριτική και τιμωρία, με αποτέλεσμα να του δημιουργούνται φόβοι για πιθανή απόρριψη, αρχικά από τους γονείς του και αργότερα από τους άλλους ανθρώπους. Οι άνθρωποι που χαρακτηρίζονται από αυτό το είδος δεσμού τείνουν να είναι υπερβολικά ανεξάρτητοι, να δυσκολεύονται να εμπιστευτούν τους άλλους και να μην εκφράζουν τα συναισθήματά τους, καθώς πιστεύουν ότι αν το κάνουν δεν θα είναι αρεστοί.
Από την άλλη πλευρά, τα παιδιά με αγχώδη/αμφιθυμικό τύπο προσκόλλησης μεγαλώνουν με γονείς που δεν δείχνουν ενδιαφέρον για τις ανάγκες τους ή που αντιδρούν απρόβλεπτα, άλλοτε προσφέροντας την απαραίτητη υποστήριξη και άλλοτε όχι. Αυτού του είδους η αστάθεια δημιουργεί παιδικούς χαρακτήρες που διακρίνονται από παρορμητικότητα, αρνητικά συναισθήματα, επιθετικότητα και έλλειψη αυτονομίας και κοινωνικών δεξιοτήτων.
Τέλος, αν τα βρέφη βιώσουν κάποια τραυματική εμπειρία ή πολύ έντονες εναλλαγές στη συμπεριφορά των γονιών τους, υπάρχει κίνδυνος να αναπτύξουν αποδιοργανωμένο τύπο προσκόλλησης. Η σχέση αυτών των παιδιών με τους γονείς τους περιλαμβάνει τόσο την αγάπη όσο και τον φόβο, με αποτέλεσμα να βρίσκονται διαρκώς σε εγρήγορση για το ενδεχόμενο να βρεθούν ξαφνικά σε κίνδυνο. Μεγαλώνοντας, ο φόβος αυτός εξακολουθεί να τα συνοδεύει, κάνοντάς τα να μην αισθάνονται αξιόλογα άτομα που αξίζουν την αγάπη και την εκτίμηση των άλλων, τους οποίους αντιλαμβάνονται ως πιθανή πηγή βίας ή κινδύνου.
Ο τύπος προσκόλλησης δεν είναι οριστικός
Οι πρώτες εμπειρίες των μωρών παίζουν δραματικό ρόλο στο είδος του δεσμού που θα χτίσουν με τους γονείς τους, όμως καινούρια μοτίβα σκέψης και συμπεριφοράς μπορούν να επανεγγραφούν σε οποιαδήποτε στιγμή της ζωής τους. Προκειμένου να βοηθήσουμε τα παιδιά μας να αναπτύξουν ένα θετικό τρόπο θεώρησης των σχέσεων, μπορούμε να υιοθετήσουμε και να φροντίσουμε να μείνουμε συνεπείς σε ορισμένες συμπεριφορές.
Εκτός από την άμεση ανταπόκρισή μας στις ανάγκες και τα προβλήματα των παιδιών μας, θα πρέπει να τους εμφυσήσουμε και μία αίσθηση εμπιστοσύνης απέναντι στον κόσμο και τους ανθρώπους και να μοιραζόμαστε μαζί τους όμορφες και τρυφερές στιγμές. Το άγγιγμα, η οπτική επαφή, ο ποιοτικός χρόνος και η έκφραση συναισθημάτων αποτελούν τις καλύτερες βάσεις για την επίτευξη αυτού του σκοπού, σε συνδυασμό με την προσπάθειά μας να παραμένουμε όσο το δυνατόν πιο προβλέψιμοι και θετικοί στις αντιδράσεις μας. Τέλος, είναι σημαντικό να σκεφτούμε ποια χαρακτηριστικά θεωρούμε σημαντικά να έχει το παιδί μας ως ενήλικας προκειμένου να μπορέσουμε να του προσφέρουμε και τα ανάλογα βιώματα.