Τρώτε μεγαλύτερο πρωινό ή βραδινό; Αν ανήκετε στην δεύτερη κατηγορία, μάλλον θα πρέπει να το ξανασκεφθείτε, μιας και σύμφωνα με νέα επιστημονική μελέτη, τρώγοντας κανείς μεγαλύτερο πρωινό, συγκριτικά με το βραδινό, καίει τις διπλάσιες θερμίδες. «Θα μπορούσε να είναι το κλειδί για την απώλεια βάρους ενώ τα επίπεδα του σακχάρου στο αίμα διατηρούνται σταθερά» υποστηρίζουν οι ερευνητές του Πανεπιστημίου του Lübeck στην Γερμανία.
Διατροφή και θερμογένεση
Σύμφωνα με τους ερευνητές, ένα μεγάλο πρωινό όχι μόνο μας χορταίνει αλλά τονώνει και τον μεταβολισμό, ενισχύοντας μια διαδικασία του γνωστή ως θερμογένεση, κατά την διάρκεια της οποίας το σώμα καίει θερμίδες για να παράγει θερμότητα. Εκτός όμως από τις θερμίδες, με την θερμογένεση μπορεί κανείς να κάψει και λίπος. Καταναλώνοντας ένα μεγάλο πρωινό, λοιπόν, μπορεί κανείς να κάψει τις διπλάσιες θερμίδες, συγκριτικά με εκείνες που θα έκαιγε εάν έτρωγε ένα μεγαλύτερο βραδινό.
Άνδρες στα πλαίσια της μελέτης, κατανάλωσαν πρωινό με υψηλή περιεκτικότητα σε θερμίδες και βραδινό με λιγότερες θερμίδες ενώ έπειτα δοκίμασαν και το αντίστροφο. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τρώγοντας περισσότερες θερμίδες στο πρωινό γεύμα αντί του βραδινού, έκαιγαν τις διπλάσιες θερμίδες καθώς ο μεταβολισμός λειτουργούσε καλύτερα.
Λιγότερες θερμίδες το πρωί…
Παράλληλα, η αύξηση του σακχάρου στο αίμα και οι συγκεντρώσεις ινσουλίνης, που προκαλούνται από την κατανάλωση ενός γεύματος, μειώθηκαν έπειτα από ένα θερμιδικό πρωινό αλλά όχι μετά από το θερμιδικό βραδινό. Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν επίσης ότι το πρωινό με χαμηλή περιεκτικότητα σε θερμίδες, προκαλούσε μια έντονη επιθυμία για γλυκό όπως και μεγαλύτερη όρεξη.
…Μεγαλύτερη επιθυμία για φαγητό μέσα στην μέρα
Αυτά υποδηλώνουν ότι όσοι επιλέγουν να καταναλώσουν τις περισσότερες θερμίδες στο τέλος της ημέρας ενδέχεται να αντιμετωπίσουν ποικίλες συνέπειες, μιας και η όρεξή τους για φαγητό μέσα στην ημέρα θα είναι μεγαλύτερη. «Αυτό το εύρημα είναι σημαντικό για όλους μας, καθώς αποδεικνύει την αξία του πρωινού για την σωματική υγεία» δήλωσε χαρακτηριστικά η συγγραφέας της μελέτης Δρ. Juliane Richter.