Οι ΗΠΑ προχώρησαν στην αγορά όλων των διαθέσιμων αποθεμάτων, παγκοσμίως, της φαρμακευτικής ουσίας ρεμδεσιβίρης, μιας από τις δύο που δείχνει να έχει κάποια αποτελέσματα στη μάχη εναντίον του κορωνοϊού. Ετσι η Ευρώπη και οι υπόλοιπες χώρες δεν θα μπορούν να προμηθευθούν το φάρμακο αυτό τουλάχιστον για τους επόμενους τρεις μήνες.
Η ρεμδεσιβίρη, το πρώτο φάρμακο που εγκρίθηκε από τις αρμόδιες αρχές των ΗΠΑ για τη θεραπεία του κορωνοϊού, κατασκευάζεται αποκλειστικά από την εταιρεία Gilead. Σύμφωνα με τον επικεφαλής λοιμωξιολόγο των ΗΠΑ δρα Αντονι Φάουτσι, η ρεμδεσιβίρη φάνηκε να μειώνει τον χρόνο ανάρρωσης στο 1/3 των ασθενών με μέτρια συμπτώματα, ενώ δεν δείχνει αποτελεσματική σε πολύ σοβαρές περιπτώσεις. Ελλείψει πιο αποτελεσματικού φαρμάκου, χρησιμοποιείται ευρέως. Οι πρώτες 140.000 δόσεις, οι οποίες παραχωρήθηκαν σε δοκιμές του φαρμάκου σε όλο τον κόσμο, έχουν εξαντληθεί. Το αμερικάνικο υπουργείο Υγείας ανακοίνωσε ότι εξασφάλισε τις περισσότερες από 500.000 δόσεις του φαρμάκου που θα παράγει η Gilead τους επόμενους τρεις μήνες, για τα νοσοκομεία της χώρας. Το κόστος του ανέρχεται περίπου στα 3.200 δολάρια ανά έξι δόσεις, σύμφωνα με την ανακοίνωση της αμερικανικής κυβέρνησης. Η ρεμδεσιβίρη είχε δοκιμαστεί εναντίον του ιού Εμπολα, όμως η ανάπτυξή της ξεκίνησε στο πλαίσιο της έρευνας για την αντιμετώπιση της ηπατίτιδας C.
Ο πόλεμος του εμβολίου
Η επιθετική αυτή πράξη της Ουάσιγκτον έχει σημάνει συναγερμό στη διεθνή κοινότητα, τόσο για τη μονομερή κίνηση των ΗΠΑ όσο και για τις ευρύτερες επιπτώσεις, για παράδειγμα, του τι θα συμβεί εάν υπάρξει αποτελεσματικό εμβόλιο για τον Covid-19. «Πήραν όλα τα αποθέματα, δεν έμεινε τίποτα για την Ευρώπη», σχολιάζει ο δρ. Αντριου Χιλ, ερευνητής στο πανεπιστήμιο του Λίβερπουλ. «Ισως πρόκειται για μια πρόγευση του μέλλοντος, δηλαδή για τα όσα θα γίνουν σχετικά με το εμβόλιο».
Η κυβέρνηση Τραμπ έχει δείξει ότι είναι έτοιμη να κάνει τα πάντα προκειμένου να μην επιτρέψει σε άλλες χώρες την πρόσβαση σε ιατρικές προμήθειες που χρειάζονται οι ΗΠΑ. Τους μήνες της πανδημίας, αμερικανοί πράκτορες έφθασαν να «απαγάγουν» ιατρικά υλικά που είχαν αγορασθεί από ευρωπαϊκές χώρες, ακόμα και μέσα από αεροπλάνα, προσφέροντας μεγαλύτερα χρηματικά ποσά. Παράλληλα ο Ντόναλντ Τραμπ αρνήθηκε να πάρει μέρος η χώρα του στην παγκόσμια προσπάθεια για τη δημιουργία εμβολίου, δείχνοντας πως είναι αποφασισμένος να «καπαρώσει» όσες περισσότερες δόσεις ενός πιθανού εμβολίου μπορεί – θέλοντας έτσι να αναπληρώσει την ολιγωρία που έδειξε στην αντιμετώπιση του κορωνοϊού. Κυρίως επειδή θέτει ως προτεραιότητα την επανεκλογή του στις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου. Αυτή τη στιγμή η πανδημία στις ΗΠΑ βρίσκεται εκτός ελέγχου με τα κρούσματα να ξεπερνούν τα 40.000 σε καθημερινή βάση και τον επικεφαλής λοιμωξιολόγο της χώρας Αντονι Φάουτσι να μην αποκλείει να φτάσουν ακόμα και τα 100.000 ημερησίως.
Οσο όμως απελπιστική κι αν είναι η κατάσταση στις ΗΠΑ, τίποτα δεν φαίνεται να δικαιολογεί την «πειρατική» προσέγγιση του Λευκού Οίκου στο θέμα των φαρμάκων. Η κίνηση αυτή φαίνεται να υπονομεύει τη διεθνή συνεργασία και να ξεκινάει έναν «πόλεμο» πλειοδοσίας, από τον οποίο κερδισμένοι θα είναι μόνο οι φαρμακευτικοί κολοσσοί.
Σε διαπραγματεύσεις η ΕΕ
Η Κομισιόν ανακοίνωσε ότι διαπραγματεύεται με την εταιρεία Gilead την αύξηση της παραγωγικής της ικανότητας ώστε να εξασφαλίσει και εκείνη για τις χώρες-μέλη της ΕΕ την αγορά ρεμδεσιβίρης. Μάλιστα, η αρμόδιας επίτροπος Υγείας Στέλλα Κυριακίδη, ανέφερε πως είχε αρκετές συνομιλίες με εκπροσώπους της εταιρείας για το θέμα αυτό. Τίποτα όμως δεν μπορεί να κρύψει την απογοήτευση στις Βρυξέλλες και τις άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες για τη στάση της Ουάσιγκτον. Οσο για το Βερολίνο ακόμα θυμάται την αμερικανική απόπειρα να εξαγοράσει τη γερμανική εταιρεία βιοτεχνολογίας CureVac, που ηγείται στον αγώνα για τη δημιουργία εμβολίου.
Τον Μάιο, η γαλλική κατασκευάστρια Sanofi ανακοίνωσε ότι οι ΗΠΑ θα είχαν πρώτες πρόσβαση στο εμβόλιό της για τον κορωνοϊό, αν αποδειχθεί αποτελεσματικό. Ο διευθύνων σύμβουλος, Πολ Χάντσον, δήλωσε: «Η κυβέρνηση των ΗΠΑ έχει δικαίωμα να θέσει τη μεγαλύτερη παραγγελία, καθώς επένδυσε και ανέλαβε το ρίσκο». Μετά τις έντονες αντιδράσεις που προκλήθηκαν και την πίεση της γαλλικής κυβέρνησης η εταιρεία απέσυρε τη δέσμευσή της.
Ο καναδός πρωθυπουργός Τζάστιν Τριντό προειδοποίησε ότι θα υπάρξουν αρνητικές επιπτώσεις στις διμερείς σχέσεις εάν οι ΗΠΑ συνεχίσουν να παραγκωνίζουν τους συμμάχους τους.