Δεν έχουμε προηγούμενη εμπειρία με μια παγκόσμια πανδημία τόσης εμβέλειας και τόσο επίμονης, όσο αυτή του κοροναϊού, οπότε όταν άρχισε να εξαπλώνεται ο Sars-CoV-2, οι ειδικοί της δημόσιας υγείας – προκειμένου να διατυπώσουν τις προβλέψεις τους- στηρίχθηκαν στις εμπειρίες που είχαν μέχρι εκείνη τη στιγμή με τις πανδημίες γρίπης.
Αυτές οι πανδημίες περιγράφονται συχνά ως «κύματα» ή «γούρνες». Τώρα όμως, όπως υποστηρίζουν ένας καθηγητής λοιμωξιολογίας και ένας συγγραφέας στον Guardian, έχουμε δει αρκετά για να αντικαταστήσουμε την λέξη «κύμα» με μια… καλύτερη: «φωτιά».
Τα «καυτά» ερωτήματα για τον κοροναϊό
Όπως ακριβώς μια πυρκαγιά, ο ιός αναζητά αδιάκοπα «καύσιμα» (ανθρώπινοι ξενιστές), καταστρέφοντας ορισμένες περιοχές, ενώ παράλληλα προσπερνώντας άλλες.
Θα συνεχίσει να εξαπλώνεται έως ότου επιτύχουμε επαρκή ανοσία στην αγέλη – όταν δηλαδή το 50 έως 70% του πληθυσμού έχει αναπτύξει προστατευτικά αντισώματα- για να επιβραδυνθεί σημαντικά η μετάδοση της νόσου. Αυτό θα το επιτύχουμε ακόμη πιο αποτελεσματικά μέσω ενός αποτελεσματικού και ευρέως διαθέσιμου εμβολίου, το οποίο ακόμη αναζητούν οι ειδικοί επιστήμονες.
Τώρα πια έχουμε πειστικά αποδεικτικά στοιχεία ότι ο κοροναϊός δεν επηρεάζεται από τις καιρικές συνθήκες αλλά εξαπλώνεται από την ανθρώπινη επαφή και εγγύτητα που συμβαίνει σε περιοχές με υψηλή πυκνότητα πληθυσμού.
Δεν γνωρίζουμε αν η ανοσία είναι μόνιμη ή βραχύβια. Δεν ξέρουμε αν το εμβόλιο – αν καταφέρουμε να το αναπτύξουμε – θα είναι απόλυτα επιτυχές, σαν αυτά της ιλαράς και της πολυομελίτιδας, ή θα είναι περισσότερο σαν το εμβόλιο της γρίπης.
Όπως ο HIV, ο κοροναϊός ήρθε για να μείνει και ο ρεαλισμός πρέπει να είναι μέρος της στρατηγικής μας απέναντί του.
Το παράδειγμα προς αποφυγή των ΗΠΑ
Μελέτες προηγούμενων πανδημιών, πολέμων και άλλων ιστορικών περιόδων έντονου εθνικού στρες δείχνουν ότι οι άνθρωποι αντιδρούν πιο ήρεμα και αποτελεσματικά, όταν η ηγεσία τούς λέει την αλήθεια, ακόμη και αν αυτή η αλήθεια είναι τρομακτική. Αν δεν υπάρχουν απαντήσεις, οι πολίτες πρέπει να το γνωρίζουν.
Μέχρι στιγμής, οι ΗΠΑ έχουν ακολουθήσει την αντίθετη προσέγγιση: επιστημονικά λανθασμένα μηνύματα, παράλογη αισιοδοξία και ο αμερικανικός λαός να μην ξέρει ποιον και τι να πιστέψει. Ένας πραγματικός θάνατος της επιστήμης.
Στους προσεχείς μήνες, η νοσηρότητα και η θνησιμότητα στις ΗΠΑ θα εξαρτηθεί από το πόσα καύσιμα έχει στη διάθεσή της η φωτιά του κοροναϊού. Αν και δεν είναι πρακτικό ένα πλήρες lockdown, πρέπει να διακοπούν σχεδόν όλες πέρα από τις απολύτως απαραίτητες υπηρεσίες σε περιοχές όπου αυξάνονται επικίνδυνα τα κρούσματα έτσι ώστε να επιβραδυνθεί η διασπορά.
Περιοχές όπου υπήρξαν τοπικοί περιορισμοί, όπως η Νέα Υόρκη και κάποιες χώρες της Ασίας και της Ευρώπης, έδειξαν ότι είναι δυνατόν οι αριθμοί των νεκρών να πέσουν και η οικονομία να επανέλθει σε ένα πιο ασφαλές περιβάλλον για το κοινό.
Δυστυχώς, οι ΗΠΑ επέδειξε υπερβολική αισιοδοξία και αδιαφορία: στα πρώτα σημάδια επιβράδυνσης του κοροναϊού, οι Αμερικάνοι ξεφύσηξαν με ανακούφιση και θεώρησαν ότι τέλειωσαν τα δύσκολα, ακόμα και όταν τα κρούσματα ξεπερνούσαν τα 20.000 την ημέρα. Θεωρήθηκε ότι η καμπύλη έγινε επίπεδη και η κανονικότητα συνεχίστηκε.
Το πρόβλημα με τα lockdown
Γνωρίζουμε ότι το καθολικό ή μερικό «κλείδωμα» (lockdown) προκαλεί τεράστιες οικονομικές και κοινωνικές αρνητικές συνέπειες και ότι δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις.
Ακόμα και κράτη που αρχικά περιόρισαν επιτυχώς τον κοροναϊό αντιμετωπίζουν μια νέα έξαρση, καθώς οι οικονομίες τους ανοίγουν ξανά.
Ωστόσο, τώρα πια, για ένα πράγμα μπορούμε να είμαστε σίγουροι: το κόστος της αδράνειας θα υπερβεί κατά πολύ το κόστος της δεύτερης ευκαιρίας μας αν δεν το πράξουμε. Και ίσως να μην έχουμε την πολυτέλεια μιας τρίτης.