Οι περισσότεροι γονείς θεωρούμε ότι τα παιδιά μας συνήθως λένε ψέματα για να καταφέρουν κάτι που θέλουν ή να γλιτώσουν από τις συνέπειες των πράξεών τους. Πράγματι, αυτά είναι τα συνήθη κίνητρα για ένα ψέμα. Υπάρχουν όμως και άλλοι λόγοι που κρύβονται λίγο κάτω από την επιφάνεια του ψέματος.
Τα πιο μικρά παιδιά λέγοντας ψέματα εξακριβώνουν τα όρια, δοκιμάζοντας τους γονείς τους και τις αντιδράσεις τους. Ωστόσο, για τα μεγαλύτερα παιδιά, μπορεί να υποκρύπτονται άλλα, ψυχολογικής φύσης ζητήματα, όπως η έλλειψη αυτοπεποίθησης.
Σε μια τέτοια περίπτωση, το παιδί θα πει ένα μεγάλο ψέμα που θα το κάνει να φανεί σπουδαίο στα μάτια των άλλων. Θα χρησιμοποιήσει κάποια υπερβολή, του τύπου «έβαλα 20 γκολ σήμερα», ή κάποια ακόμη πιο εξωφρενική ιστορία για να δημιουργήσει για τον εαυτό του την εικόνα ότι είναι ταλαντούχο, αξιόλογο, ιδιαίτερο και με τον τρόπο αυτόν να πετύχει αναγνώριση από τους άλλους, καθώς και να ενισχύσει την αυτοεκτίμησή του.
Βέβαια, υπάρχει επίσης η περίπτωση κάποια παιδιά να λένε ψέματα γιατί δεν θυμούνται καλά. Για παράδειγμα, αν ένα παιδί πει ότι έχει τελειώσει με όλες τις εργασίες για το σχολείο και τελικά αυτό δεν είναι αλήθεια, εκτός από την εκδοχή να λέει ψέματα υπάρχει και το ενδεχόμενο να μην θυμόταν ότι είχε κάτι ακόμη για μελέτη. Σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να αποκτήσει τεχνικές καλύτερης οργάνωσης, όπως λίστες που θα το βοηθούν να θυμάται τις υποχρεώσεις του.
Τι μπορούμε να κάνουμε ως γονείς
Ο χειρισμός της κατάστασης εξαρτάται από τον λόγο που το παιδί ψεύδεται. Σε κάθε περίπτωση όμως θα πρέπει να προτάσσεται η επικοινωνία. Ο πυρήνας της αντιμετώπισης του ψεύδους είναι να γνωρίζει το παιδί ότι δεν είναι μια σωστή συμπεριφορά και για ποιον λόγο. Έτσι, θα πρέπει να του εξηγήσουμε τα ζητήματα εμπιστοσύνης που προκύπτουν και ένα παιδί άνω των 4 ετών είναι σε θέση να τα κατανοήσει.
Ωστόσο, το παιδί θα πρέπει επίσης να ξέρει ότι η λάθος συμπεριφορά έχει συνέπειες.
Αυτό σημαίνει ότι αν επιλέξει να πει ψέματα, θα έρθει αντιμέτωπο με τις επιπτώσεις, δηλαδή μια τιμωρία. Δεν χρειάζεται να είναι μια σκληρή τιμωρία και η λύση δεν είναι να αρχίσουμε τις φωνές. Για παράδειγμα, θα μπορούσαμε να αφήσουμε το παιδί χωρίς το ηλεκτρονικό παιχνίδι του για μια ημέρα.
Εφόσον γνωρίζουμε ότι το παιδί λέει ψέματα, προτού προχωρήσουμε στην επιβολή της τιμωρίας καλό είναι να του δώσουμε μια δεύτερη ευκαιρία να πράξει το σωστό: να πει την αλήθεια. Μπορούμε, για παράδειγμα, να πούμε κάτι σαν «αυτό που μου λες μοιάζει με ψέμα. Θέλεις να το σκεφτείς ξανά και να μου πεις τι πραγματικά συνέβη;», να του δώσουμε δηλαδή λίγο χρόνο για να αποφασίσει τι θα κάνει.
Αν το παιδί πει τελικά την αλήθεια, θα πρέπει να του αναγνωριστεί: «Χαίρομαι που είπες την αλήθεια τώρα». Ωστόσο, δεν θα πρέπει να επιτρέψουμε στα παιδιά μας να είναι χειριστικά με τη χρήση της αλήθειας. «Αφού σου είπα την αλήθεια, γιατί να τιμωρηθώ;». Η αλήθεια χτίζει την εμπιστοσύνη και τα παιδιά θα πρέπει να αντιληφθούν τη διαφορά που έχει αυτό με τις συνέπειες μιας σοβαρά λανθασμένης συμπεριφοράς. Εάν πρόκειται για κάποιο σοβαρό συμβάν, θα πρέπει να ζυγίσουμε την κατάσταση, αναγνωρίζοντας τη γενναιότητα του παιδιού να μη χρησιμοποιήσει το ψέμα για να ξεφύγει, αλλά παράλληλα θα πρέπει να εκπέμψουμε το μήνυμα ότι τα όρια εξακολουθούν να υπάρχουν. Σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να επικοινωνήσουμε την ικανοποίηση για το γεγονός ότι το παιδί είναι αξιόπιστο και να επιβάλουμε μια μέτρια τιμωρία.
Εάν το παιδί χρησιμοποιεί το ψέμα ως μέσο να τραβήξει την προσοχή και να αισθανθεί σπουδαίο, δεν θα πρέπει να το πιέσουμε με αλλεπάλληλες ερωτήσεις σε μια προσπάθεια να αποδείξουμε την αλήθεια. Η συμπεριφορά αυτή θα ξεπεραστεί μόνο με τόνωση της αυτοπεποίθησης του παιδιού.