Η μετάδοση κορωνοϊού δεν παρουσιάζει στατιστικά σημαντικές διαφορές ανάμεσα στα αμερικανικά σχολεία που έκλεισαν ή έμειναν ανοιχτά στο πρώτο κύμα της πανδημίας, διαπιστώνει μεγάλη μελέτη, αν και οι συντάκτες τονίζουν ότι τα ευρήματα μπορεί να μην ισχύουν σε άλλες χώρες.
Σχεδόν όλα τα σχολεία στις ΗΠΑ έκλεισαν και εφάρμοσαν το μοντέλο της τηλεκπαίδευσης όταν ο κοροναϊός έφτασε στη χώρα στις αρχές του 2020. Μετά τις θερινές διακοπές, ορισμένες περιοχές επέλεξαν να επιστρέψουν στη διά ζώσης εκπαίδευση, ενώ άλλα σχολεία άνοιξαν και κάποια εφάρμοσαν το λεγόμενο υβριδικό μοντέλο, το οποίο συνδυάζει ημέρες τηλεκπαίδευσης και ημέρες φυσικής παρουσίας.
Πολλοί εκπαιδευτικοί πιστεύουν ότι τα μαθήματα με φυσική παρουσία βελτιώνουν τις επιδόσεις των μαθητών αλλά ταυτόχρονα διευκολύνουν την εξάπλωση του ιού. Η νέα μελέτη, η οποία δημοσιεύεται στο Nature Medicine, θέτει υπό αμφισβήτηση αυτή την εκτίμηση.
«Το βασικό επιχείρημα για το κλείσιμο των σχολείων βασίζεται σε ευρήματα από προηγούμενες μελέτες για τη γρίπη, οι οποίες έδειχναν ότι τα μικρά παιδιά δεν εμφανίζουν πάντα συμπτώματα αλλά μπορεί να μεταδίδουν την ασθένεια στις οικογένειές τους» λέει η Ζέινεπ Έρτεμ, επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης.
Καμία σημαντική διαφορά
Οι ερευνητές συνέκριναν τα σχολεία 896 διοικητικών περιφερειών, περίπου τα μισά σχολικά συγκροτήματα στις ΗΠΑ, εξετάζοντας δεδομένα για τις 12 πρώτες εβδομάδες μετά το άνοιγμα των σχολείων, μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2020.
Τα δεδομένα για το μοντέλο εκπαίδευσης συνδυάστηκαν με τα επίσημα στοιχεία για τα ημερήσια κρούσματα Covid-19 σε κάθε διοικητική περιφέρεια. Αφού πρώτα στάθμισαν τα νούμερα για άλλους παράγοντες που μπορεί να επηρεάζουν την εικόνα, όπως τα περιοριστικά μέτρα σε κάθε περιοχή και τα ημερήσια κρούσματα πριν ανοίξουν τα σχολεία, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η επίπτωση (ρυθμός κρουσμάτων) του κορωνοϊού δεν παρουσίαζε στατιστικά σημαντικές διαφορές ανάλογα με το μοντέλο εκπαίδευσης.
«Στο μεγαλύτερο μέρος των ΗΠΑ δεν βρήκαμε καμία ένδειξη που συνδέει το μοντέλο εκπαίδευσης με τον ρυθμό κρουσμάτων Covid-19» αναφέρει η δρ Έρτεμ.
Εξαίρεση είναι οι νότιες πολιτείες των ΗΠΑ, όπου υπήρχε μικρή αλλά στατιστικά σημαντική αύξηση των κρουσμάτων στα σχολεία που έμειναν ανοιχτά ή ακολούθησαν υβριδικό μοντέλο.
Αυτό όμως μπορεί να οφείλεται σε άλλους παράγοντες, «δεδομένου ότι οι νότιες πολιτείες εφάρμοσαν λίγα περιοριστικά μέτρα σε σχέση με άλλες περιοχές» επισημαίνει η δρ Έρτεμ.
Τα ευρήματα της μελέτης θα ήταν χρήσιμο να λαμβάνονται υπόψη στον καθορισμό πολιτικής, δεν πρέπει όμως να θεωρούνται δεδομένα, τονίζει η επικεφαλής της μελέτης.
«Είναι δύσκολο να πούμε ‘μην ανοίξετε’ ή ‘μην κλείνετε τα σχολεία’. Ανάλογα με την περιοχή, υπάρχουν κι άλλοι παράγοντες που μπορεί να επιδρούν».