Οι επιστήμονες γνωρίζουν ότι τα πρόωρα μωρά διατρέχουν κίνδυνο κατά τον τοκετό, καθώς κι αργότερα στη ζωή να εμφανίσουν αναπτυξιακές διαταραχές. Ωστόσο, λίγα είναι γνωστά για τους αντίστοιχους κινδύνους που μπορεί να διατρέχει ένα μωρό με χαμηλό βάρος το οποίο, όμως, έχει γεννηθεί στις 39 ή 40 εβδομάδες – δηλαδή κανονικά. Για να καλύψουν αυτό το κενό, ερευνητές του πανεπιστημίου του Κόβεντρι μελέτησαν την ανάπτυξη περισσότερων από 600.000 βρεφών που γεννήθηκαν μετά από 37 εβδομάδες κύησης στη Σκωτία.
Σε ηλικία περίπου δύο ή τριών ετών, τα παιδιά υποβλήθηκαν σε αξιολόγηση για την κοινωνική ανάπτυξη και για τις δεξιότητες λεπτής κινητικότητας, αδρής κινητικότητας και επικοινωνίας. Οι ερευνητές αναζήτησαν συσχετίσεις μεταξύ του βάρους γέννησης και των αναπτυξιακών ανησυχιών της πρώιμης παιδικής ηλικίας, λαμβάνοντας υπόψη παράγοντες που εμπλέκονται, όπως το φύλο και την ηλικία κύησης του παιδιού κατά τον τοκετό, καθώς και την υγεία, την εθνικότητα και την κοινωνικοοικονομική κατάσταση της μητέρας.
Ανησυχητικά ευρήματα για την παιδική υγεία
Η μελέτη, που δημοσιεύτηκε στις 11 Οκτωβρίου στο PLOS Medicine, έδειξε ότι τα μωρά που είχαν βάρος μικρότερο από 1.700 γραμμάρια (κάτω από το 25ο εκατοστημόριο) διέτρεχαν μεγαλύτερο κίνδυνο αναπτυξιακών διαταραχών σε σύγκριση με τα μωρά που γεννήθηκαν μεταξύ 25ου και 75ου εκατοστημόριου (1.700 – 5.100 γραμμάρια), με τα μικρότερα μωρά να διατρέχουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο. Τα μωρά που γεννήθηκαν πάνω από το 75ο εκατοστημόριο δεν είχαν σημαντικά αυξημένο κίνδυνο αναπτυξιακών ανησυχιών σε σύγκριση με τα μωρά που γεννήθηκαν στο μεσαίο εύρος.
Οι ερευνητές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι το χαμηλό βάρος γέννησης είναι ένας παραγνωρισμένος, αλλά δυνητικά σημαντικός, παράγοντας ο οποίος μπορεί να συμβάλλει στην εκδήλωση αναπτυξιακών διαταραχών μελλοντικά στο παιδί.
Το πόρισμα των ερευνητών
Παραδοσιακά, τα μωρά κάτω του 10ου εκατοστημόριου πιστεύεται ότι διατρέχουν κίνδυνο για αναπτυξιακές διαταραχές. Όμως, η νέα μελέτη βρήκε μεγαλύτερο αριθμό μωρών εντός του εύρους βαρών γέννησης από το 10ο έως το 24ο εκατοστημόριο με αυτά τα προβλήματα, απλώς και μόνο επειδή υπάρχει μεγαλύτερος αριθμός μωρών σε αυτόν τον πληθυσμό.
Οι ερευνητές προτείνουν την καλύτερη επιτήρηση του βάρους γέννησης, την παροχή συμβουλών στους γονείς και την αυξημένη υποστήριξη κατά την παιδική ηλικία, για τη μείωση των κινδύνων που σχετίζονται με τα μωρά που γεννιούνται με χαμηλότερο βάρος γέννησης.