Η αποτελεσματικότητα της περιποίησης που ακολουθούμε βασίζεται σε δυο πυλώνες: τη συνέπεια και τη χρήση των σωστών καλλυντικών. Ωστόσο η αναζήτησή τους είναι μια διαδικασία με την οποία δεν πρέπει να επαναπαυόμαστε, γιατί η συμπεριφορά της επιδερμίδας μας αλλάζει με το πέρασμα του χρόνου και τον τρόπο ζωής μας. Ετσι οι συνθέσεις που κάποτε χρησιμοποιούσαμε ή εκείνες που πρόσφατα αποκτήσαμε μπορεί να μην ανταποκρίνονται στις ανάγκες μας, προκαλώντας διάφορα είδη αντιδράσεων. Ποια είναι λοιπόν τα ορατά σημάδια που αποκαλύπτουν ότι έχουμε κάνει τη λανθασμένη επιλογή και τι μπορεί να φταίει;
Υπερβολική ξηρότητα και ξεφλούδισμα
Παρουσιάζεται κυρίως στην περιοχή γύρω από τη μύτη και το στόμα και ενδέχεται να οφείλεται στην υπερβολική χρήση προϊόντων με ρετινόλη. Τέτοιου είδους φόρμουλες έχουν σχεδιαστεί για να κάνουν ήπια απολέπιση και προκαλούν ελαφρύ ερεθισμό, ο οποίος ενθαρρύνει την παραγωγή κολλαγόνου. Στόχος τους είναι η σταδιακή εξασθένηση των ρυτίδων, της χαλάρωσης καθώς και των δυσχρωμιών, προκειμένου να αποκτήσουμε πιο νεανική όψη και σφριγηλό δέρμα. Ωστόσο, ο υπερβολικός ερεθισμός και το αίσθημα δυσφορίας είναι ένα προειδοποιητικό καμπανάκι για να διακόψουμε τη χρήση της συγκεκριμένης σύνθεσης.
Αντί αυτής επιλέγουμε ένα δερμοκαλλυντικό με ρετινόλη σε χαμηλή συγκέντρωση, που είναι ανεκτή ακόμα και από τον ευαίσθητο τύπο. Το πρώτο διάστημα τη χρησιμοποιούμε δυο με τρεις φορές την εβδομάδα μετά τον βραδινό καθαρισμό, ώσπου το δέρμα μας να αρχίσει να τη συνηθίζει. Τέλος, όπως προαναφέραμε, η ποσότητα κάθε εφαρμογής δεν πρέπει να είναι μεγαλύτερη από το μέγεθος ενός ρεβιθιού.
Αυξημένη παραγωγή σμήγματος και εντονότερη λιπαρότητα
Αυτό είναι μια ένδειξη ότι το καλλυντικό μας απογυμνώνει την επιδερμίδα από τα φυσικά της έλαια. Οι κυριότεροι ένοχοι είναι ο υπερβολικός καθαρισμός, πάνω από 2 φορές την ημέρα, οι επιθετικές καθαριστικές συνθέσεις που διασπούν τον προστατευτικό φραγμό. Το αποτέλεσμα είναι το αντίθετο με αυτό που προσδοκάμε. Ο μηχανισμός άμυνας του δέρματος παράγει περισσότερο σμήγμα προκειμένου αυτό να παραμένει ενυδατωμένο και ανθεκτικό ενάντια στις εξωτερικές απειλές. Το πλεόνασμα των φυσικών ελαίων φράζει τους πόρους και προκαλεί περισσότερα μαύρα στίγματα, γυαλάδες και σπυράκια.
Εντονο αίσθημα καύσου ή «τσιμπήματος» μόλις βάλετε το καλλυντικό
Καμία καλλυντική σύνθεση δεν πρέπει να μας προκαλεί τέτοιου είδους αντιδράσεις. Είτε πρόκειται για καθαριστικό είτε γαλάκτωμα είτε μάσκα. Αν νιώσουμε κάτι τέτοιο, συχνά σημαίνει ότι έχουμε αλλεργία σε κάποιο συστατικό ή συνδυασμό. Το συγκεκριμένο σύμπτωμα είναι η αντίδραση του αμυντικού μηχανισμού του δέρματος προκειμένου να θωρακιστεί ενάντια σε κάποιο συστατικό, που μπορεί να είναι αρωματικός παράγοντας, συντηρητικό ή κάποιο πρόσθετο. Ενίοτε μπορεί να συμβεί και με κάποιο φυσικό συστατικό. Κάποια καλλυντικά, όπως μάσκες που βασίζονται σε ένζυμα ή οξέα, είναι φυσιολογικό να προκαλέσουν ένα ελαφρύ «τσίμπημα», όμως μόνο για ελάχιστα λεπτά. Σε περίπτωση που αισθανόμαστε δυσφορία, δεν πρέπει να συνεχίσουμε τη χρήση του.
Ελαφρύ αίσθημα καύσου κατά την εφαρμογή ενός καλλυντικού που χρησιμοποιούμε για μεγάλο διάστημα
Μπορεί να συμβεί και αυτό. Εχουμε εισαγάγει στην καθημερινή ρουτίνα μας ένα συγκεκριμένο προϊόν εδώ και μήνες ή χρόνια χωρίς κανένα πρόβλημα. Παρ’ όλα αυτά κάποια στιγμή, αμέσως μετά την εφαρμογή του, διαπιστώνουμε αίσθημα καύσου ή ερεθισμό. Τι συμβαίνει; Πιθανότητα αυτή η αντίδραση να οφείλεται στην υπερβολική ποσότητα που χρησιμοποιούμε ή στη συχνότερη χρήση του απ’ ό,τι ενδείκνυται. Σε γενικές γραμμές η ποσότητα που αντιστοιχεί στο μέγεθος ενός ρεβιθιού αρκεί για να καλύψει την περιοχή του προσώπου.
Από την άλλη, αν έχουμε ήδη ευαίσθητο ή δυσανεκτικό δέρμα, το ελαφρύ τσίμπημα ή το αίσθημα καύσου είναι σύνηθες φαινόμενο αν η σύνθεση περιλαμβάνει οινόπνευμα ή παράγοντες που προκαλούν αφυδάτωση. Σε αυτή την περίπτωση, είναι σημαντικό να επιλέγουμε με προσοχή τα προϊόντα που έχουν σχεδιαστεί ειδικά για τις ανάγκες μας. Προσανατολιζόμαστε στις καταπραϋντικές υποαλλεργικές συνθέσεις με όσο το δυνατόν λιγότερα συστατικά. Ωστόσο, καλό είναι να συμβουλευόμαστε τον δερματολόγο μας προκειμένου να μας υποδείξει την κατάλληλη φροντίδα.
Τοπικά εξανθήματα όπου έχει εφαρμοστεί το προϊόν
Το να καταλαβαίνουμε τη λίστα με τις επιστημονικές ονομασίες των συστατικών που περιέχει ένα καλλυντικό είναι σωτήριο γιατί μόνο έτσι μπορούμε να διαπιστώσουμε με ακρίβεια τη φόρμουλα καθώς και κατά πόσο είναι συμβατή με το δέρμα μας.
Αν λοιπόν παρουσιαστεί κνησμός ή εξάνθημα έπειτα από δυο-τρεις εφαρμογές του καινούργιου καλλυντικού που αγοράσαμε, πιθανότατα οφείλεται σε κάποιο από τα επιμέρους συστατικά του. Γι’ αυτό καλό είναι, πριν προβούμε σε μια νέα αγορά, να ζητούμε ένα δείγμα από το κατάστημα καλλυντικών ή το φαρμακείο. Ενα άλλο, εξίσου πιθανό σενάριο είναι το ασύμβατο layering του νέου καλλυντικού με τα υπόλοιπα που χρησιμοποιούμε. Για παράδειγμα, αποφεύγουμε να εφαρμόζουμε έναν ορό λάμψης με γλυκολικό οξύ και στη συνέχεια ρετινόλη.
Ξαφνικές δυσχρωμίες και κηλίδες
Οι φακίδες, οι κηλίδες και κάθε είδους δυσχρωμίες προκύπτουν λόγω ποικίλων και εξωγενών και ενδογενών παραγόντων. Τέτοιοι είναι η υπερβολική έκθεση στον ήλιο, η περιβαλλοντική μόλυνση, η ηλικία, οι ορμονικές μεταβολές, η εγκυμοσύνη και η γενετική προδιάθεση. Πρόκειται για μια διαδικασία που λειτουργεί συσσωρευτικά με την πάροδο του χρόνου. Ετσι, αν παρατηρήσουμε ότι κάνουν σταδιακά την εμφάνισή τους, χρησιμοποιούμε ένα αντηλιακό με πιο υψηλό δείκτη προκειμένου να προλάβουμε την εμφάνιση νέων. Ωστόσο οι δυσχρωμίες που προκύπτουν έπειτα από μία βδομάδα εφαρμογής ενός καλλυντικού μπορεί να είναι αλλεργική αντίδραση ενάντια σε συγκεκριμένους λευκαντικούς παράγοντες. Σε αυτή την περίπτωση διακόπτουμε τη χρήση της σύνθεσης και επισκεπτόμαστε τον δερματολόγο. Συνήθως έπειτα από ένα χρονικό διάστημα αυτού του είδους τα σημάδια εξασθενούν.
Προσοχή: Αν χρησιμοποιούμε συνθέσεις κατά των δυσχρωμιών, επιβάλλεται το αντηλιακό με υψηλό δείκτη, πάνω από 30. Για φουλ προστασία το απλώνουμε μετά την ενυδατική κρέμα και πριν από το μέικ απ.