Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν μελέτησαν την κατάσταση της υγείας και τις γενετικές πληροφορίες 276.000 ατόμων που ζουν στο Ηνωμένο Βασίλειο και είδαν ότι οι γονείς έχουν ένα πλεονέκτημα έναντι των ανθρώπων που δεν έχουν παιδιά… ζουν περισσότερο!
«Το να έχεις δύο παιδιά αντιστοιχεί στη μεγαλύτερη διάρκεια ζωής», υπογραμμίζει η ερευνητική ομάδα, σημειώνοντας ότι οι άνθρωποι που γίνονται γονείς παρουσιάζουν μια αύξηση του προσδόκιμου ζωής της τάξης του 5% έως 10%, σε σχέση με τους άτεκνους.
Διαβάστε επίσης: Αρτηριακή πίεση: Πότε ο γάμος την… αυξάνει;
«Το να έχεις λιγότερα ή περισσότερα από δυο παιδιά μειώνουν τη διάρκεια ζωής, αλλά όχι περισσότερο από το να μην έχεις καθόλου», εξηγούν οι ερευνητές.
Που αποδίδεται αυτό το πλεονέκτημα;
Οι ειδικοί πιθανολογούν ότι η μεγαλύτερη διάρκειας ζωής των γονέων μπορεί να αποδοθεί στην κοινωνική επαφή με άλλους γονείς και δασκάλους.
«Η απόκτηση δύο παιδιών φαίνεται να επιτυγχάνει μια ισορροπία μεταξύ του να έχεις μια καλή ποιότητα και ποσότητα κοινωνικών αλληλεπιδράσεων και του να μην έχεις υπερβολική οικονομική ή σωματική επιβάρυνση», αναφέρουν οι συγγραφείς της μελέτης.
Προηγούμενη έρευνα που δημοσιεύθηκε στο Journal of Epidemiology & Community Health προσθέτει ότι τα παιδιά κρατούν το μυαλό των μαμάδων και των μπαμπάδων τους δραστήριο και υγιές μεγαλώνοντας, προσθέτοντας δύο ολόκληρα χρόνια στη ζωή τους.
Μελέτη που δημοσιεύθηκε στο ιατρικό περιοδικό Menopause έδειξε ότι οι γυναίκες που γεννούν αργότερα στη ζωή τους έχουν περισσότερες πιθανότητες να ζήσουν περισσότερο λόγω της αύξησης του γενετικού υλικού ή αλλιώς των «τελομερών των λευκοκυττάρων» (leukocyte telomeres), που έχει συνδεθεί με καλύτερη συνολική υγεία και μειωμένο κίνδυνο χρόνιων παθήσεων όπως ο διαβήτης τύπου 2, ο καρκίνος και οι καρδιαγγειακές παθήσεις.
Η νέα μελέτη υποστηρίζει ότι η αναπαραγωγή και η διάρκεια ζωής επηρεάζονται τόσο από τα γονίδια όσο και από το περιβάλλον.
Συγκεκριμένα, η ερευνητική ομάδα παρατήρησε ότι τα άτομα που φέρουν μεταλλάξεις που τα προδιαθέτουν για σχετικά υψηλούς ρυθμούς αναπαραγωγής – άτομα που έχουν γενετική τάση να κάνουν πολλά παιδιά – έχουν μικρότερες πιθανότητες να ζήσουν μέχρι την ηλικία των 76 ετών.
Αντίθετα, οι άνθρωποι που φέρουν μεταλλάξεις που τους προδιαθέτουν σε σχετικά χαμηλούς ρυθμούς αναπαραγωγής αναμένεται να ζήσουν περισσότερο.
Ωστόσο, σε σύγκριση με τους περιβαλλοντικούς παράγοντες – όπως η αντισύλληψη, οι ιατρικές εξελίξεις, η πρόσβαση σε διαδικτυακές πηγές και οι αμβλώσεις – οι γενετικοί παράγοντες, σύμφωνα με τη νέα μελέτη, παίζουν μικρότερο ρόλο.