Ο Άνταμ Φίλιπς, Βρετανός παιδοψυχαναλυτής, είπε κάποτε: «Δεν μπορείς να δεις τίποτα για τον εαυτό σου μέχρι κάποιος να δει κάτι σε εσένα και να το επισημάνει». Άραγε πράγματι δεν γνωρίζουμε στοιχεία του χαρακτήρα μας αν κάποιος άλλος δεν τα προσέξει και αγνοούμε τις ικανότητές μας αν δεν αναγνωριστούν; Για να βρούμε την απάντηση, ας ρίξουμε μια ματιά στον τρόπο που αναπτύσσεται ένα παιδί.
Αρχικά, είναι γνωστό ότι η οπτική επαφή με τον γονέα είναι αυτό που βοηθά ένα βρέφος να ηρεμήσει όταν είναι ταραγμένο ή φοβισμένο. Μέσω αυτής της επαφής, τα μωρά μαθαίνουν την κοινωνική-συναισθηματική ρύθμιση. Μάλιστα, όσο μεγαλύτερη είναι, τόσο το καλύτερο. Επομένως, είναι φανερό πως από το ξεκίνημα της ζωής μας έχουμε την ανάγκη να μας βλέπουν…
Διαβάστε επίσης: Από τι κινδυνεύουν τα παιδιά που τρώνε μπροστά στις οθόνες;
Καθώς το παιδί μεγαλώνει, στις ηλικίες των δύο, τριών και τεσσάρων ετών, όσο πιο πολύ ο γονέας το «βλέπει», δηλαδή το γνωρίζει, το αναγνωρίζει και το θαυμάζει, τόσο πιο πιθανό είναι να αισθάνεται πως έχει αξία και είναι πολύτιμο, βασικά στοιχεία για να «χτίσει» την αυτοπεποίθησή του. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο που όλα τα παιδιά σε αυτές τις ηλικίες μας φωνάζουν «κοίταξέ με» σε ό,τι κι αν κάνουν.
Τι σημαίνει «βλέπω πραγματικά» το παιδί μου
Ας υποθέσουμε πως σε μια οικογένεια, ο ένας ή και οι δυο γονείς οραματίζονται την ίδια ακαδημαϊκή επιτυχία που είχαν οι ίδιοι για τα παιδιά τους. Και πως το ένα παιδί τους τα πηγαίνει πολύ καλά στο σχολείο ενώ το άλλο όχι τόσο και παράλληλα έχει δείξει από νωρίς τα σημάδια πως η κλίση του είναι προς τα καλλιτεχνικά. Σε αυτήν την περίπτωση, οι γονείς, όσο καλοπροαίρετοι και στοργικοί κι αν είναι, ίσως δυσκολευτούν να καταλάβουν το δεύτερό τους παιδί και να συμβαδίσουν με τις δικές του ανάγκες. Ως αποτέλεσμα, το παιδί είναι πολύ πιθανό να αισθανθεί πως οι γονείς του δεν το «βλέπουν». Με άλλα λόγια, πως δεν το κατανοούν και δεν το εκτιμούν. Έτσι, το παιδί χάνει την πίστη του στις ικανότητές του και την εμπιστοσύνη που θα έπρεπε να έχει στον εαυτό του.
Πιο απλά, «βλέπω» το παιδί μου σημαίνει το εκτιμώ για αυτό που είναι και αναγνωρίζω τα μοναδικά χαρακτηριστικά και τις ικανότητές του, ανεξάρτητα από τα δικά μου «θέλω» για εκείνο.
Η αξία του να είμαστε ως γονείς παρόντες
Κάθε παιδί πρέπει να αισθάνεται ότι οι γονείς του ξέρουν τι του αρέσει και τι δεν του αρέσει, τι είναι εύκολο και τι δύσκολο για εκείνο, πότε προσπαθεί πραγματικά και πότε όχι. Πρέπει να είναι σίγουρο ότι το παρατηρούν και ακούν τι έχει να πει. Και κάθε παιδί χρειάζεται οι γονείς του να περνούν χρόνο μαζί του και να αποδέχονται τα ενδιαφέροντά του.
Το να είναι ένας γονέας πραγματικά παρών σημαίνει πολύ απλά, να είναι εκεί για το παιδί του. Να κλείνει το κινητό και την τηλεόραση κάποια στιγμή μέσα στην ημέρα. Να μην κάνει προβολή τα δικά του όνειρα στο παιδί.
Επιπλέον, ως γονείς είναι σημαντικό να εκφράζουμε την αγάπη μας με στοργικές χειρονομίες και όμορφα λόγια, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν θα υπάρχουν όρια ή επιπλήξεις όταν χρειάζεται.
Τέλος, ας μην ξεχνάμε:
Ως ενήλικες, όλοι μας έχουμε την ανάγκη να μας «βλέπουν». Όχι επιφανειακά. Μα βαθιά και ουσιαστικά. Πόσο μάλλον λοιπόν τα παιδιά μας…