Κάνεις ένα λάθος. Μέχρι εδώ καλά. Δηλαδή τι καλά, χάλια, λάθος έκανες αλλά εντάξει, είναι ανθρώπινο. Αντιδράς λοιπόν στο λάθος. Θυμώνεις. «Αν είναι δυνατόν να έχει γίνει το τάδε», φωνάζεις «και αυτό το παλιόπραμα τι δουλειά είχε εδώ πέρα;». Απογοητεύεσαι: «Όλα σε μένα συμβαίνουν». Αποφεύγεις τις ευθύνες: «και αυτό εδώ, τι δουλειά είχε εδώ, ποιος το έβαλε». Το πατροπαράδοτο, δηλαδή, «ελληνικό μοντέλο» διαχείρισης θυμού από το οποίο ελάχιστοι γλιτώνουν. Δεν ήμουν μια από αυτούς.

Η καθοριστική στιγμή που με έκανε να συνειδητοποιήσω ότι το μοντέλο αυτό δεν λειτουργεί και πρέπει να πάψει να αναπαράγεται, ήρθε όταν ανέλαβα την ευθύνη της ανατροφής ενός παιδιού. Για την ακρίβεια, λίγο αργότερα, όταν άρχισε εκείνο να κάνει λάθη κι εγώ να θέλω να το βοηθήσω να τα διαχειριστεί χωρίς να προκληθεί τρίτος παγκόσμιος.

Τα «δεν αξίζω τίποτα» «είμαι άχρηστος», διαδέχονταν με εξωφρενική ταχύτητα τα «εσύ φταις που μου είπες να το κάνω έτσι, η δασκάλα μας το είχε εξηγήσει αλλιώς, ο φίλος μου τα κατάφερε γιατί είχε καλύτερο μολύβι με γόμα από πίσω…».

Παρότι ως παιδαγωγός με εξειδίκευση στην ειδική αγωγή, είχα εμπειρία στην διαχείριση ζόρικων καταστάσεων, στο σπίτι τα πράγματα ήταν κάπως διαφορετικά. Ο γιος μου, δεν με συναντούσε μόνο στα «καλά» μου. Με έβλεπε καθημερινά, όταν γυρνούσα απ’ τη δουλειά κουρασμένη, γεμάτη έννοιες και αγωνίες, με λιγοστά αποθέματα υπομονής και διαύγειας, να θυμώνω υπερβολικά για ένα λάθος που έκανα, να δυσκολεύομαι να το παραδεχτώ, να φωνάζω, να ειρωνεύομαι και να επιρρίπτω τις ευθύνες μου σε άλλους. Εκείνος με παρατηρούσε, ρουφούσε σαν σφουγγάρι τα πάντα και κατέληγε να με μιμείται. Όσες συμβουλές και παραινέσεις και να του έδινα, μπαίναν απ’ το ένα του αυτί και βγαίναν απ’ το άλλο. Αυτό που του έμενε μόνο, ήταν το ζωντανό παράδειγμα και ιδίως το λανθασμένο. Τα σωστά του φαίνονταν βαρετά και τα προσπερνούσε. Τα λάθη μου ήταν αυτά που τον ενθουσίαζαν.

Και τότε ήταν που αποφάσισα να αλλάξω.

Το να μην μπορείς να αφεθείς στο συναίσθημά σου και να πρέπει να αντιδράς με φίλτρα και αυτολογοκρισία τη δύσκολη στιγμή του λάθους, είναι προφανώς πολύ άβολο και πιεστικό. Έπρεπε, όμως, να γίνει.

Στην αρχή πέφτεις με τα μούτρα και πας να διορθώσεις ακόμη κι αυτά που δεν χρειάζεται.

Το κόλπο είναι η παύση.

Κάθε φορά που συμβαίνει το «κακό», παύση. Μετά από αυτήν την μικρή σιωπή – που μπορεί να φανεί αιώνας– το μόνο που χρειάζεται είναι να πεις φωναχτά τις δύο απαραίτητες λέξεις: «έκανα λάθος». Και λέω φωναχτά γιατί το παιδί πρέπει να σε ακούσει να το λες. Έπειτα σκέφτεσαι σε τι έφταιξες και με ηρεμία το λες πάλι δυνατά: «έπρεπε να προσέξω εκεί και να κάνω το τάδε».

Μετά την αποδοχή και την εξήγηση, σειρά έχει το σχέδιο δράσης: «Από δω και πέρα, θα προσπαθήσω να κάνω αυτό…».

Όλα αυτά φαίνονται αυτονόητα και χιλιοειπωμένα αλλά σπάνια γίνονται  γιατί όλοι έχουμε ανάγκη να είμαστε ελεύθεροι, τουλάχιστον στο σπίτι μας.

Γι΄ αυτό και κάποιες φορές η κατάσταση θα ξεφύγει. Αλλά πάντα, μετά την ένταση, μπορείς να χρησιμοποιήσεις την παύση κι ύστερα τα λόγια: «Ξέσπασα γιατί δεν άντεχα άλλο. Έχω θυμώσει πολύ και δεν μπορώ να συγκρατήσω το συναίσθημά μου.» Και έπειτα, να προχωρήσεις στα τρία βήματα: αποδοχή, εξήγηση, σχέδιο. Με αυτόν τον τρόπο, το παιδί θα μάθει ότι είναι φυσιολογικό να χάνουμε την ψυχραιμία μας αλλά και να τη βρίσκουμε λίγο μετά, να μιλάμε για όσα σκεφτόμαστε, να μη ντρεπόμαστε να παραδεχτούμε το λάθος και να αναλαμβάνουμε την ευθύνη χωρίς υστερίες και δράματα. Ή έστω, με υστερίες και δράματα που κρατούν λιγότερο και δεν έχουν τόση σημασία γιατί ακολουθούν τα λόγια και οι πράξεις.

Ο Αίσωπος έλεγε: «Δύο σακούλια κουβαλάει ο καθένας μας. Το ένα μπροστά και το άλλο πίσω. Στο μπροστινό βάζουμε τα λάθη των άλλων και στο πίσω τα δικά μας. Γι’ αυτό δεν τα βλέπουμε.»

Ίσως ήρθε η στιγμή να φέρουμε τα πίσω, μπρος.