Η υπογεννητικότητα στην Ελλάδα προκαλεί έντονο προβληματισμό. Σύμφωνα με τη νεότερη έρευνα της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Αρχής (Eurostat), το 2022 οι γεννήσεις στη χώρα μας ήταν 9.425 λιγότερες από το προηγούμενο έτος. Πιο συγκεκριμένα, το 2021 γεννήθηκαν στην Ελλάδα 85.346 παιδιά, ενώ το 2022 μόλις 75.921, δηλαδή 11,04% λιγότερα.
Αναφορικά με τους τοκετούς που καταγράφηκαν σε διάφορες περιφέρειες της Ελλάδας, το αρνητικό ρεκόρ, με τις λιγότερες γεννήσεις μεταξύ των δύο ετών, κατέχει το Βόρειο Αιγαίο (-21,6%), η Δυτική Μακεδονία (-14,8%) και τα Νησιά Αιγαίου (-13,4%).
Στην Ήπειρο οι γεννήσεις μέσα σε ένα χρόνο μειώθηκαν κατά 11,9%. Το 2022 γεννήθηκαν 1.966 παιδιά, ενώ το 2021 είχαν γεννηθεί 2.232.
Στον αντίποδα, οι περιφέρειες με τη μικρότερη μείωση στις γεννήσεις ήταν η Δυτική Ελλάδα (-5,37%), η Πελοπόννησος (-9,83%) και η Κεντρική Μακεδονία (-9,14%).
Διαβάστε επίσης: Οικογενειακά επιδόματα: Έρχονται σαρωτικές αλλαγές
Χαρακτηριστικό είναι ότι ο μέσος όρος μείωσης στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν 5,11% (γεννήθηκαν 4.088.494 παιδιά το 2021 και 3.879.509 παιδιά το 2022), κάτι που φέρνει την Ελλάδα στην πεντάδα των χωρών με τη μεγαλύτερη μείωση στις γεννήσεις τα δύο τελευταία χρόνια.
Όσο για την Αττική, πρέπει να σημειωθεί πως ενώ παρουσιάζει τη μεγαλύτερη μείωση σε απόλυτο αριθμό (-3.983), αυτό συμβαίνει λόγω του μεγάλου αριθμού του πληθυσμού. Το ποσοστό μείωσης των γεννήσεων στην Αττική είναι 12,4%.
Από τα νεότερα δεδομένα γίνεται ακόμη πιο ξεκάθαρο ότι η Ελλάδα αντιμετωπίζει ένα ολοένα διογκούμενο δημογραφικό πρόβλημα, το οποίο εκφράζεται με τη μείωση του πληθυσμού και τη γήρανσή του.
Η ραγδαία πτώση της γεννητικότητας, σε συνδυασμό με την αυξημένη μετανάστευση, οδηγεί σε συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού και σε αύξηση του μέσου όρου ηλικίας, ενώ δημιουργεί νέες ανάγκες για το Εθνικό Σύστημα Υγείας, το οποίο, τα επόμενα χρόνια και αν συνεχιστεί ο ρυθμός αυτός, θα έχει λιγότερα έσοδα και πολλά περισσότερα έξοδα.
Υπογεννητικότητα: Τι συμβαίνει στην υπόλοιπη Ευρώπη
Το 2022, συνολικά γεννήθηκαν 3,88 εκατομμύρια μωρά στην ΕΕ, σε σύγκριση με τα 4,09 εκατομμύρια που γεννήθηκαν το 2021, δηλαδή μείωση της τάξης του 5,11%, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat.
Ο συνολικός δείκτης γονιμότητας το 2022 ήταν 1,46 ζωντανές γεννήσεις ανά γυναίκα στην ΕΕ, δείκτης που επίσης καταγράφει μείωση μετά τη μικρή αύξηση που σημειώθηκε το 2021 (ο συνολικός δείκτης γονιμότητας ήταν 1,53 το 2021 και 1,51 το 2020).
Το 2022, η Γαλλία είχε την υψηλότερη συνολική γονιμότητα στην ΕΕ (1,79 γεννήσεις ανά γυναίκα), ακολουθούμενη από την Ρουμανία (1,71), την Βουλγαρία (1,65) και την Τσεχία (1,64).
Αντίθετα, τα χαμηλότερα ποσοστά γονιμότητας παρατηρούνται στη Μάλτα (1,08 γεννήσεις ανά γυναίκα), την Ισπανία (1,16), την Ιταλία (1,24), την Ελλάδα (1,32), την Πορτογαλία (1,16) και την Πολωνία (1,29).
Μητέρες μετά τα 30
Η μέση ηλικία των γυναικών κατά τον τοκετό στην ΕΕ συνέχισε να αυξάνεται μεταξύ 2001 και 2022, από 29 σε 31,1 έτη κατά μέσο όρο.
Η ίδια τάση παρατηρείται και για τη μέση ηλικία των γυναικών κατά τη γέννηση του πρώτου παιδιού κατά την ίδια περίοδο, από 28,8 στην ΕΕ το 2013 (το πρώτο έτος για το οποίο είναι διαθέσιμη η τιμή της ΕΕ) σε 29,7 το 2022.
Πράγματι, οι γυναίκες στην Ευρωπαϊκή Ένωση φαίνεται να αποκτούν λιγότερα παιδιά όσο είναι νέες και περισσότερα παιδιά αργότερα στη ζωή τους. Ενώ τα ποσοστά γονιμότητας για τις γυναίκες ηλικίας κάτω των 30 ετών στην ΕΕ έχουν μειωθεί από το 2001, εκείνα για τις γυναίκες ηλικίας 30 ετών και άνω έχουν αυξηθεί.
Το 2001, το ποσοστό γονιμότητας για τις γυναίκες ηλικίας 25-29 ετών ήταν το υψηλότερο μεταξύ όλων των ηλικιακών ομάδων. Το 2022, το ποσοστό γονιμότητας για τις γυναίκες ηλικίας 30-34 ετών έγινε το υψηλότερο, ενώ το ποσοστό γονιμότητας για τις γυναίκες ηλικίας 35 ετών και άνω βρίσκεται επίσης σε άνοδο.
Σχεδόν τα μισά (46,3 %) από τα παιδιά που γεννήθηκαν στην ΕΕ το 2022 γεννήθηκαν από γυναίκες που έγιναν για πρώτη φορά μητέρες, με το ποσοστό αυτό να υπερβαίνει το μισό στο Λουξεμβούργο (54,4 %), την Πορτογαλία (54,0 %), την Ρουμανία (51,6 %) και την Μάλτα (51,0 %).
Αντίθετα, τα χαμηλότερα ποσοστά των πρωτότοκων παιδιών καταγράφηκαν στη Λετονία (37,9 %), την Εσθονία (39,8 %) και την Ιρλανδία (40,3 %).
Στην ΕΕ, πάνω από το ένα τρίτο (35,0 %) όλων των γεννήσεων ζώντων παιδιών το 2022 ήταν παιδιά που γεννήθηκαν από μητέρες που γέννησαν για δεύτερη φορά, περίπου το ένα όγδοο (12,5 %) ήταν παιδιά από μητέρες που γέννησαν για τρίτη φορά και το υπόλοιπο 6,1 % ήταν παιδιά που ήρθαν στον κόσμο μετά από μία τέταρτη γέννα ή περισσότερες.
Σε όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το υψηλότερο ποσοστό του συνολικού αριθμού των γεννήσεων ζώντων παιδιών τέταρτης ή επόμενης γέννησης καταγράφηκε στην Φινλανδία (9,8 %), ακολουθούμενη από την Σλοβακία (8,7 %) και την Ιρλανδία (8,5 %).
Όσο για την Ελλάδα βρίσκεται περίπου στον ευρωπαϊκό μέσο όρο (46,3%) το 2022, πράγμα που σημαίνει ότι γεννήθηκαν από γυναίκες που έγιναν για πρώτη φορά μητέρες.