Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’70, συγκεκριμένα το 1978, που γεννήθηκε στη Μεγάλη Βρετανία το πρώτο «παιδί του σωλήνα», όπως αποκαλούσαν στην αρχή τα μωρά που συλλαμβάνονταν με τη μέθοδο της εξωσωματικής γονιμοποίησης, όποιο ζευγάρι δυσκολευόταν να αποκτήσει παιδί δεν είχε καμία εναλλακτική εκτός ίσως από την υιοθεσία. Τα τελευταία χρόνια όμως τα πράγματα έχουν αλλάξει και η επιστήμη έχει καταφέρει να εντοπίσει αλλά και να θεραπεύσει πολλούς από τους παράγοντες που ευθύνονται για την υπογονιμότητα, αλλά και να τους προσπεράσει όταν δεν εντοπίζονται ή δεν είναι εύκολο να διορθωθούν, προσφέροντας τη λύση της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής.

Σε κάθε περίπτωση τα ζευγάρια που βρίσκονται αντιμέτωπα με αυτό το πρόβλημα θα πρέπει να θυμούνται ότι η υπογονιμότητα δεν είναι συνώνυμη με τη στειρότητα και πως στις περισσότερες περιπτώσεις η απόκτηση ενός παιδιού είναι εφικτή χάρη στα επιτεύγματα της σύγχρονης ιατρικής.

Διαβάστε επίσης: Γονιμότητα: Τα βήματα που οδηγούν στην εγκυμοσύνη

Πότε θα πρέπει να καταφύγουμε στην υποβοηθούμενη αναπαραγωγή;

Συνήθως οι ειδικοί προτείνουν στα ζευγάρια που έχουν συστηματικές και ελεύθερες επαφές για ένα χρόνο χωρίς να έχουν καταφέρει να συλλάβουν να διερευνήσουν τα αίτια της υπογονιμότητας με ειδικές εξετάσεις και υπό την καθοδήγηση ενός ή περισσότερων, αν χρειάζεται, ειδικών.

Όταν η γυναίκα είναι άνω των 35 ετών ή κάποιος από τους δύο συντρόφους έχει λόγους να πιστεύει ότι μπορεί να αντιμετωπίζει κάποιο πρόβλημα σχετικό με την υπογονιμότητα, είναι σκόπιμο το ζευγάρι να απευθυνθεί σε κάποιον ειδικό νωρίτερα, στους έξι μήνες.

Αν με τις κατάλληλες εξετάσεις (π.χ., σπερμοδιάγραμμα, υστεροσαλπιγγογραφία, υστεροσκόπηση, λαπαροσκόπηση κ.ά.) διαπιστωθεί ότι υπάρχει ένας παράγοντας υπογονιμότητας που δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί διαφορετικά (π.χ., με φάρμακα ή κάποια επέμβαση), όπως η ενδομητρίωση που δεν θεραπεύεται, οι μη διαβατές σάλπιγγες, η χαμηλή ποιότητα σπέρματος, τα σοβαρά προβλήματα του ενδομητρίου ή των ωοθηκών αλλά και η άνω των 38 ετών ηλικία της γυναίκας που συνεπάγεται μειωμένη γονιμότητα (αν και θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι η ηλικία που μειώνεται η γυναικεία γονιμότητα δεν είναι η ίδια σε όλες τις περιπτώσεις), το ζευγάρι θα πρέπει να καταφύγει στη λύση της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής.

Υπάρχει επίσης ένα μεγάλο ποσοστό περιπτώσεων όπου η υπογονιμότητα είναι ανεξήγητη (οι εξετάσεις δεν δείχνουν ένα σαφές πρόβλημα σε κάποιον από τους δύο συντρόφους) και τότε η ενδεδειγμένη λύση είναι και πάλι η υποβοηθούμενη αναπαραγωγή. Οι ειδικοί πάντως συμφωνούν πως, όταν υπάρχουν οι προϋποθέσεις, λαμβάνονται όλα τα μέτρα και ακολουθούνται οι νόμοι και οι σωστές ιατρικές διαδικασίες, η υποβοηθούμενη αναπαραγωγή –και ειδικότερα η εξωσωματική γονιμοποίηση– μπορεί να γίνεται.

Ο ρόλος του στρες

Το στρες, που μπορεί να πηγάζει από την καθημερινότητα, το άγχος και την πίεση της δουλειάς και άλλα προσωπικά προβλήματα ή δυσκολίες, μπορεί να αποτελέσει τροχοπέδη στην πιθανότητα σύλληψης. Δεν είναι σπάνιο ειδικά οι γυναίκες, που στις ημέρες μας είναι επιφορτισμένες με πάρα πολλές ευθύνες σε προσωπικό, κοινωνικό και επαγγελματικό επίπεδο, να βλέπουν το σωματοποιημένο αυτό άγχος να επηρεάζει και τη γονιμότητά τους. Το ελπιδοφόρο είναι πως, σύμφωνα με τις έρευνες, όταν υποχωρεί το στρες, η γονιμότητα επανέρχεται.

Έτσι, οι ψυχολογικοί παράγοντες που συμβάλλουν στην υπογονιμότητα είναι κατά κανόνα παροδικοί. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η υπερπρολακτιναιμία (η υπερπαραγωγή προλακτίνης) που αναστέλλει την ωοθυλακιορρηξία και οδηγεί σε μια μορφή υπογονιμότητας. Σημαντικό είναι πάντως ότι γενικά οι γυναίκες που αντιμετωπίζουν προβλήματα γονιμότητας επειδή έχουν πολύ άγχος, πιεστικές υποχρεώσεις και δουλεύουν άστατες ώρες, όταν ηρεμήσουν και ρίξουν τους ρυθμούς τους, παρουσιάζουν αποκατάσταση του ορμονικού τους προφίλ και καταφέρνουν εύκολα να συλλάβουν.

Γνωρίζατε ότι…

Τα εννέα στα δέκα ζευγάρια που προσπαθούν για ένα χρόνο να αποκτήσουν παιδί θα τα καταφέρουν μέσα σε διάστημα ενός έτους ενώ το δέκατο ζευγάρι θεωρείται πως έχει κάποιο πρόβλημα υπογονιμότητας.