Έχετε σκεφτεί ποτέ πόσο μπορεί να επηρεάσει τη σχέση μητέρας και παιδιού η σύνδεση που νιώθει η μητέρα με το έμβρυο, κατά την εγκυμοσύνη; Είναι ήδη δεμένη με το μωρό που θα γεννήσει; Ποια είναι τα συναισθήματά της για αυτό; Είναι αρνητικά ή θετικά; Φοβάται, αγχώνεται ή νιώθει ανυπομονησία και ενθουσιασμό για τη νέα ζωή που θα φέρει στον κόσμο;
Μια πρόσφατη μελέτη, που δημοσιεύτηκε τον Ιανουάριο του 2025 στο Infant Mental Health Journal: Infancy and Early Childhood, αναδεικνύει τη μεγάλη σημασία που έχει ο συναισθηματικός δεσμός, τον οποίο δημιουργεί η μητέρα με το παιδί της, κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Διαβάστε επίσης: Ενέργεια στην εγκυμοσύνη: Πόση καταναλώνει μια έγκυος γυναίκα
Στην εν λόγω μελέτη, η ερευνητική ομάδα παρακολούθησε 160 νέες, χαμηλού εισοδήματος, μητέρες από την περίοδο που αυτές έμειναν έγκυοι, όχι μόνο μέχρι και τη στιγμή που τα παιδιά τους γεννήθηκαν, αλλά μέχρι και τότε που έγιναν δυόμιση ετών.
Τα συμπεράσματα της έρευνας αποκάλυψαν ότι οι μητέρες που ένιωθαν ότι ήταν περισσότερο συνδεδεμένες με τα μωρά τους κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης τους, ήταν πολύ πιο πιθανό να διαμορφώσουν μια υγιή και θετική σχέση με τα παιδιά τους αργότερα, να έχουν δηλαδή βαθύτερη σύνδεση μαζί τους.
Επιπλέον, φάνηκε πως εκείνες οι μητέρες που είχαν βιώσει πιο δύσκολες σχέσεις με τους δικούς τους γονείς, παρουσίασαν ασθενέστερους δεσμούς με το έμβρυο κατά την εγκυμοσύνη τους, ενώ εξέφρασαν περισσότερα αρνητικά συναισθήματα προς τα βρέφη τους.
Από την έρευνα διαφαίνεται πως ο τρόπος με τον οποίο συνδέεται η μητέρα με το παιδί της κατά το διάστημα που είναι ακόμη έγκυος είναι πολύ πιο σημαντικός από ό,τι νομίζαμε μέχρι σήμερα. Για την ακρίβεια, χρησιμεύει ως θεμέλιο για τις σχέσεις γονέα-παιδιού αργότερα στη ζωή.
Τα στερεότυπα καταρρίπτονται
Παράλληλα, τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης μελέτης παρουσιάζουν ενδιαφέρον και από μία άλλη άποψη. Καταρρίπτουν τις όποιες ιστορικές παρανοήσεις έχουν υπάρξει σχετικά με τις νέες, χαμηλού εισοδήματος μητέρες σε όλο τον κόσμο, οι οποίες συχνά λανθασμένα θεωρούνται στερεοτυπικά ως γονείς που αντιμετωπίζουν δυσκολίες και έχουν προβληματικές σχέσεις με το παιδί τους.
Η μεγάλη πλειοψηφία των νέων μαμάδων στη μελέτη αυτή αντικρούει τα στερεότυπα, καθώς οι περισσότερες μαμάδες που συμμετείχαν είχαν αναπτύξει αρκετά ισχυρούς δεσμούς με τα μωρά που είχαν στην κοιλιά τους και στην πορεία δημιούργησαν θετικές σχέσεις με τα νήπιά τους.
Εξετάστηκε, λοιπόν, από όλες τις πλευρές, αν και κατά πόσο η προγεννητική σύνδεση αντανακλά τη γενικότερη ποιότητα των σχέσεων της μητέρας με το παιδί της, ενώ η έρευνα εστίασε στη μελέτη των σχέσεων μητέρας – βρέφους στον συγκεκριμένο πληθυσμό, με απώτερο στόχο να παραχθούν ευρήματα, τα οποία είναι πιθανό να βοηθήσουν στην ενημέρωση σχετικά με τα προγράμματα στήριξης γονέων.
Προτείνεται, συγκεκριμένα, η προώθηση ισχυρών σχέσεων γονέα – παιδιού, οι οποίες θα πρέπει να ξεκινούν κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Οι παρεμβάσεις θα πρέπει να βοηθούν τις νέες μητέρες να εξερευνήσουν τις εμπειρίες τους από τις σχέσεις του παρελθόντος και να αναγνωρίσουν πώς αυτές επηρεάζουν τις προσδοκίες τους για τη γονεϊκότητα και τη συμπεριφορά τους ως γονείς.
Μεταξύ άλλων, τα προγράμματα που περιλαμβάνουν κοινωνικούς λειτουργούς θα μπορούσαν να βοηθήσουν στη διευκόλυνση αυτών των συζητήσεων και να ενθαρρύνουν πιο υγιή μοτίβα σύνδεσης.