Ο παρατεταμένος θηλασμός μπορεί να σώσει τη ζωή 800.000 και πλέον βρεφών κάθε χρόνο και παράλληλα να εξοικονομεί δισεκατομμύρια ευρώ στα συστήματα υγείας σε παγκόσμια κλίμακα, χάρη στον προστατευτικό του ρόλο από ορισμένες παιδικές ασθένειες, σύμφωνα με νέα μελέτη που δόθηκε πρόσφατα στη δημοσιότητα.
Μόνο ένα παιδί στα πέντε θηλάζει έως τους 12 πρώτους μήνες της ζωής του στις ανεπτυγμένες χώρες, και ένα παιδί στα τρία θηλάζει αποκλειστικά τους έξι πρώτους μήνες στις χώρες μεσαίου ή χαμηλού εισοδήματος”, επισημαίνει η βρετανική ιατρική επιθεώρηση The Lancet. Συνεπώς εκατομμύρια είναι τα παιδιά που δεν επωφελούνται πλήρως από τα οφέλη του μητρικού γάλατος, διαπιστώνουν οι ερευνητές.
Το μητρικό γάλα καλύπτει όλες τις διατροφικές ανάγκες του βρέφους τους πρώτους έξι μήνες της ζωής του. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας συνιστά “αποκλειστικό” μητρικό θηλασμό έως την ηλικία των έξι μηνών και μερικό θηλασμό έως τα δύο χρόνια. Σύμφωνα με τον ΠΟΥ, λιγότερο από το 40% των βρεφών στον κόσμο επωφελείται σήμερα από τον θηλασμό.
Εκτός από την αμιγώς διατροφική πλευρά, ο θηλασμός φημίζεται εδώ και χρόνια για την ευεργετική του δράση στην υγεία του βρέφους και αυτή της μητέρας του. “Ο μακροχρόνιος θηλασμός μπορεί να σώσει 800.000 και πλέον ζωές παιδιών ετησίως στον κόσμο, αριθμός που ισοδυναμεί με το 13% του συνόλου των θανάτων παιδιών ηλικίας μικρότερης των δύο ετών”, υποστηρίζουν οι ερευνητές.
Επίσης, σε αντίθεση με μια εσφαλμένη και ευρέως διαδεδομένη άποψη, τα οφέλη του θηλασμού δεν αφορούν μόνο τις οικονομικά μη ανεπτυγμένες χώρες.“Οι εργασίες μας δείχνουν σαφώς ότι ο θηλασμός σώζει ζωές και επιτρέπει την εξοικονόμηση πόρων σε όλες τις χώρες, πλούσιες ή φτωχές”, τονίζουν οι συντάκτες της ιατρικής επιθεώρησης και αναφέρουν ότι από εκεί πηγάζει και η ανάγκη να προωθηθεί η πρακτική του θηλασμού σε παγκόσμια κλίμακα.
“Στις πλούσιες χώρες, ο θηλασμός μειώνει κατά περισσότερο από ένα τρίτο τα κρούσματα αιφνίδιου θανάτου στα βρέφη. Στις φτωχές χώρες ή τις χώρες μεσαίου εισοδήματος σχεδόν οι μισές επιδημίες διάρροιας και το ένα τρίτο των αναπνευστικών λοιμώξεων θα μπορούσε να αποτραπεί χάρη στον θηλασμό”.
Ο μακροχρόνιος θηλασμός φέρεται επίσης να μειώνει τον κίνδυνο παχυσαρκίας και διαβήτη στο παιδί, ενώ στις μητέρες δείχνει να μειώνει τον κίνδυνο καρκίνου του μαστού και των ωοθηκών.
Οι ερευνητές υπολόγισαν εξάλλου ότι, αν αυξανόταν σε 90% το ποσοστό του αποκλειστικού θηλασμού έως τους πρώτους έξι μήνες στις ΗΠΑ, την Κίνα και τη Βραζιλία και σε 45% στη Βρετανία, θα μειωνόταν δραστικά ο αριθμός κοινών παιδικών ασθενειών, όπως η πνευμονία, η διάρροια, το άσθμα.
Σύμφωνα με τη μελέτη, χάρη στον θηλασμό θα ήταν εφικτή, μια εξοικονόμηση για το σύστημα υγείας τουλάχιστον 2,45 δισεκατομμυρίων ευρώ στις ΗΠΑ, 29,5 εκατομμυρίων ευρώ στη Βρετανία, 223,6 εκατομμυρίων ευρώ στην Κίνα και 6 εκατομμυρίων ευρώ στη Βραζιλία”
Στις ανεπτυγμένες χώρες, η Βρετανία, η Ιρλανδία και η Δανία έχουν τα χαμηλότερα ποσοστά παγκοσμίως όσον αφορά τον θηλασμό έως 12 μήνες (αντίστοιχα κάτω από 1%, 2% και 3%).
Οι επιστήμονες εκφράζουν εξάλλου τη λύπη τους για επιθετικές διαφημίσεις υπέρ των υποκατάστατων γάλατος που υπονομεύουν τις προσπάθειες των αρχών για την προώθηση του μητρικού θηλασμού. “ Οι παγκόσμιες πωλήσεις γάλατος (σε αντικατάσταση του μητρικού) αυξήθηκαν από δύο δισεκατομμύρια δολάρια το 1987 σε 40 δισεκατομμύρια περίπου το 2014”.
Κάποιες χώρες, ωστόσο, προωθήσουν σημαντικά τον θηλασμό. Για παράδειγμα, στη Βραζιλία η διάρκεια του θηλασμού από 2,5 μήνες κατά μέσο όρο που ήταν το 1974 αυξήθηκε σε 14 μήνες το 2006 χάρη στην πολιτική προώθησης του θηλασμού και τις μεγάλες εκστρατείες ενημέρωσης.